ῥημάτιον
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥῆμα, pet phrase, phrasicle, Ar. Ach.444,447, Nu.943:—also ῥηματίσκιον, τό, Pl.Tht.180a, Them. Or.21.253c.
German (Pape)
[Seite 840] τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit mot, petite phrase.
Étymologie: dim. de ῥῆμα.
Russian (Dvoretsky)
ῥημάτιον: (ᾰ) τό словечко Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥῆμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 444. 447, Νεφ. 943· -ὡσαύτως ῥημᾰτίσκιον, τό, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α.
Greek Monolingual
τὸ, Α ῥῆμα, -ατος]
(υποκορ. τ. του ρήμα)
1. μικρή λέξη ή φράση
2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση
3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση
4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία.
Greek Monotonic
ῥημάτιον: τό, υποκορ. του ῥῆμα, χαϊδευτική διατύπωση, περίφραση, σε Αριστοφ.