περισταδόν

From LSJ
Revision as of 12:44, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστᾰδόν Medium diacritics: περισταδόν Low diacritics: περισταδόν Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: peristadón Transliteration B: peristadon Transliteration C: peristadon Beta Code: peristado/n

English (LSJ)

A Adv. standing round about, Il.13.551, Hdt.7.225, E. Andr.1136, Theoc.2.68, Call.Hec.1.1.14, etc. 2 from all sides, ἐβάλλοντο περισταδόν Th.7.81.

German (Pape)

[Seite 593] adv., herumstehend; Il. 13, 551; Eur. Andr. 1137; Her. 2, 225; Thuc. 7, 81 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tenant tout autour.
Étymologie: περιΐστημι, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισταδόν [περιίσταμαι] adv., rondom staand, van alle kanten:. ἐβάλλοντο περισταδόν zij werden van alle kanten beschoten Thuc. 7.81.4.

Russian (Dvoretsky)

περιστᾰδόν: adv. стоя вокруг, обступая со всех сторон Her., Eur.: Τρῶες π. οὔταζον σάκος Hom. троянцы со всех сторон поражали щит (Несторида); βάλλεσθαι π. Thuc. находиться под круговым обстрелом.

English (Autenrieth)

standing around, drawing near from every side, Il. 13.551†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.)
2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-στα- του περι-ίστημι (πρβλ. στά-δην) + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. παρα-στα-δόν)].

Greek Monotonic

περιστᾰδόν: (περιστῆναι), επίρρ., σταθερά ολόγυρα από, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστᾰδόν: ἐπίρρ., Τρῶες· δὲ περισταδόν... οὔταζον, «περιιστάμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 551, Ἡρόδ. 2. 225, Εὐρ. Ἀνδρ. 1136, Θουκ. 7. 81, κτλ.· ― περιστάδην, Θεόδ. Πρόδρ.

Middle Liddell

περιστῆναι
standing round about, Il., Hdt., attic

English (Woodhouse)

standing in a ring, standing round

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)