δολερός

From LSJ
Revision as of 12:52, 8 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολερός Medium diacritics: δολερός Low diacritics: δολερός Capitals: ΔΟΛΕΡΟΣ
Transliteration A: dolerós Transliteration B: doleros Transliteration C: doleros Beta Code: dolero/s

English (LSJ)

δολερά, δολερόν, (δόλος) deceitful, treacherous, νόος Hdt.2.151; ἄνθρωποι, εἵματα, Id.3.22; φρήν S.Ph.1112 (lyr.), cf. X.Cyr.1.6.27, Ant.Lib.29.3; δολερὸν πέφυκεν ἄνθρωπος Arr.An.4.5.1; δ. ἔρως Pl. Smp.205d. Adv. δολερῶς Ph.2.314, J.AJ14.13.6, Poll.3.132.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 de pers. traidor, engañoso, traicionero ἄνθρωποι Hdt.3.22, cf. Corinn.40.5(a).2, Ar.Au.451, X.Cyr.1.6.27, Vett.Val.388.9, μάτηρ de Clitemestra, S.El.123, νόος Hdt.2.151, Anacreont.57.25, φρήν S.Ph.1112, ἔρως Pl.Smp.205d, tb. de anim. γαλῆ Ant.Lib.29.3, κέαρ del oso, Opp.C.3.145, cf. D.P.Au.1.11, φιλία AP 11.390 (Lucill.), ὤλοντο ... δολερῷ θανάτῳ AP 7.312 (Asinius), δ. νοῦσος traicionera enfermedad, ICr.3.3.50 (Hierapitna II d.C.), ὀπιπεύων δολερὰς ... ὀπωπάς Musae.101
fig. δ. χάος = engañoso agujero como trampa de leones, Opp.C.4.92.
2 adv. δολερῶς = a traición, traidoramente μηχανᾶται δολερῶς τὸν φόνον Ph.2.314, ὑποκρίνεσθαι δολερῶς I.AI 14.350, cf. Poll.3.132.

German (Pape)

[Seite 654] listig, betrügerisch; μήτηρ, φρήν, Soph. El. 123 Phil. 1099; Ar. Av. 451; εἵματα die einen falschen Schein geben, Her. 3, 22; Folgde; neben ἐπίβουλος καὶ κρυψίνους Xen. Cyr. 1, 6, 27; auch ποταμός, Her. 7, 35. – Von Sachen, verfälscht, Plut. – Adv., Poll. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
rusé ; faux, trompeur, perfide.
Étymologie: δόλος.

Russian (Dvoretsky)

δολερός:
1 хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὶ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.);
2 обманчивый, коварный (ποταμός Her. - v.l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δολερός: -ά, -όν, (δόλος) δόλιος, ἀπατηλός, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 22, Σοφ. Φ. 1112, κτλ. -Ἐπίρρ. -ρῶς, Πολυδ. Γ΄, 132.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δολερός, -ά, -όν)
αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής.

Greek Monotonic

δολερός: -ά, -όν (δόλος), απατηλός, αυτός που ξεγελά, ύπουλος, δόλιος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

adj δόλος
deceitful, deceptive, treacherous, Hdt., Soph., etc.

Translations

untrustworthy

Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte