πολύπλανος

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλᾰνος Medium diacritics: πολύπλανος Low diacritics: πολύπλανος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: polýplanos Transliteration B: polyplanos Transliteration C: polyplanos Beta Code: polu/planos

English (LSJ)

πολύπλανον, = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπλανος -ον [πολύς, πλανάομαι] veel zwervend:. πολύπλανοι πλάναι vergaande omzwervingen Aeschl. PV 585.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλᾰνος:
1 много странствующий, блуждающий: πολύπλανοι πλάναι Aesch. бесконечные скитания;
2 глядящий по всем направлениям, т. е. бдительный (κόραι Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσπλανος].

Greek Monotonic

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.

Middle Liddell

πολύ-πλᾰνος, ον, = πολυπλανής, Aesch., Eur.]