Σαρδώ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, Sardinia, Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; Σαρδῶνος is f.l. in Str.2.4.3: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. σαρδάνιος (hence Σαρδονία
A = Σαρδώ, CIG2509.14):—also Σαρδονικός, Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: Σαρδώνιος, Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, Σαρδῴα, Σαρδῷον, Plb. 1.42.6, etc.:—Σαρδοί, οἱ, the Sardinians, D.S.21.16; Σαρδῷοι Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. Sarda, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.
II a precious stone, prob. = σάρδιον or σαρδόνυξ, Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Sardaigne.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Σαρδώ: οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Σαρδώ: ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος εἶναι πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. σαρδάνιος· (ἐντεῦθεν Σαρδονία, = Σαρδώ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -ὡσαύτως Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς εἶναι πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις λίθος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ σάρδιον ἢ ὁ σαρδόνυξ, Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.
Greek Monolingual
-όος και -οῦς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α
η Σαρδηνία.
Greek Monotonic
Σαρδώ: ἡ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, -α, -ον και Σαρδονικός, -ή, -όν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Sardinia, Hdt., Ar.; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. Σαρδόνιος, η, ον, and Σαρδονικός, ή, όν, Hdt.