περίαπτος

From LSJ
Revision as of 15:47, 18 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαπτος Medium diacritics: περίαπτος Low diacritics: περίαπτος Capitals: ΠΕΡΙΑΠΤΟΣ
Transliteration A: períaptos Transliteration B: periaptos Transliteration C: periaptos Beta Code: peri/aptos

English (LSJ)

περίαπτον,
A hung round, appended, ἄκος περίαπτος, i.e. an amulet, Cratin.22 D.; σέμνωμα περίαπτον Eust.95.42.
II as substantive περίαπτον, τό, = περίαμμα, amulet, Pl. R.426b, Thphr. HP 9.19.2, etc.; adventitious charm, Arist.EN1099a16: pl., ornaments, Ph.1.608.

German (Pape)

[Seite 569] umgehängt, äußerlich, im Gegensatz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ περίαπτον = περίαμμα, Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché autour.
Étymologie: περιάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίαπτος -ον [περιάπτω] omgehangen; subst. τὸ περίαπτον amulet; Plat. Resp. 426b; halssieraad. Aristot. EN 1099a16.

Russian (Dvoretsky)

περίαπτος: [adj. verb. к περιάπτω досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο / περίαπτος, -ον, ΝΜΑ περιάπτω
1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν)
καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή του κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) επιπρόσθετο θέλγητρο («οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν, ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», Αριστοτ.)
β) στον πληθ. κοσμήματα.

Greek Monotonic

περίαπτος: -ον, κρεμασμένος ολόγυρα· ως ουσ., περίαπτον τό = περίαμμα, σε Πλάτ.· προσάρτημα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

περίαπτος: -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = περίαμμα, φυλακτήριον, Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· παράρτημα, προσάρτημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.

Middle Liddell

περί-απτος, ον,
hung round one: as substantive, περίαπτον, τό, = περίαμμα, Plat.: an appendage, Arist.