πολυκύμων

From LSJ
Revision as of 21:59, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκύμων Medium diacritics: πολυκύμων Low diacritics: πολυκύμων Capitals: ΠΟΛΥΚΥΜΩΝ
Transliteration A: polykýmōn Transliteration B: polykymōn Transliteration C: polykymon Beta Code: poluku/mwn

English (LSJ)

[κῡ], ον, gen. ονος, κῦμα = πολυκύματος (swelling with many waves),
A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3.
II (κύω) bringing forth much, Glossaria on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.

Russian (Dvoretsky)

πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).

Greek Monolingual

(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].
(II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.

Middle Liddell

πολῠ-κύμων, ονος, κῦμα
swelling with many waves, Solon.