διαχειροτονία

From LSJ
Revision as of 07:55, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχειροτονία Medium diacritics: διαχειροτονία Low diacritics: διαχειροτονία Capitals: ΔΙΑΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: diacheirotonía Transliteration B: diacheirotonia Transliteration C: diacheirotonia Beta Code: diaxeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ, choice between two persons or things, election, διαχειροτονίαν ποιεῖν = διαχειροτονεῖν, D. 24.25, IG12(7).237.19 (Amorgos, ii/i B. C.); διαχειροτονίαν διδόναι to allow a right of election, Aeschin.3.39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
votación a mano alzada para decidir entre dos opciones διαχειροτονίας γενομένης X.HG 1.7.34, cf. D.59.5
διαχειροτονίαν ποιεῖν = poner a votación πότερον ... ἤ ... D.24.25, ποιέτωσαν διαχειροτονίαν τοῖς παροῦσιν que pongan a votación entre los presentes, IG 12(7).237.29 (Amorgos II/I a.C.)
tb. διαχειροτονίαν διδόναι = poner a votación ὅτῳ ... καὶ ὅτῳ μή D.22.9, διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ = ofrecer a la asamblea una votación a mano alzada Aeschin.3.39, cf. ISmyrna 587.9 (III/II a.C.).

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, Entscheidung durch Abstimmen mit Handaufheben, Xen. Hell. 1, 7, 34; Dem. 59, 5; πότερον – ἤ, 24, 25; διδόναι τ ῷ δήμῳ, abstimmen lassen, Aesch. 3, 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
décision entre deux propositions ou choix entre deux concurrents par un vote à main levée.
Étymologie: διαχειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

διαχειροτονία:голосование поднятием рук Xen., Aeschin., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

διαχειροτονία: ἡ, ἐκλογὴ μεταξὺ δύο προσώπων ἢ πραγμάτων, ἐκλογὴ δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, δ. ποιεῖν =διαχειροτονεῖν Δημ. 707. 25, κτλ.· δ. διδόναι, παρέχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Αἰσχίν. 59. 13.

Greek Monolingual

η (ΑΝ)
εκλογή, απόφαση ή έγκριση που λαμβάνεται με ανύψωση τών χεριών
(αρχ.; φρ. (για άρχοντες) «διαχειροτονίαν διδόναι» — δίνω το δικαίωμα εκλογής.

Greek Monotonic

διαχειροτονία: ἡ, εκλογή με ανάταση χειρών, επιλογή, σε Δημ., Αισχίν.

Middle Liddell

διαχειροτονία, ἡ, n [from διαχειροτονέω
election, Dem., Aeschin.

English (Woodhouse)

show of hands, vote by show of hands

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)