διαχειροτονία
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ἡ, choice between two persons or things, election, διαχειροτονίαν ποιεῖν = διαχειροτονεῖν, D. 24.25, IG12(7).237.19 (Amorgos, ii/i B. C.); διαχειροτονίαν διδόναι to allow a right of election, Aeschin.3.39.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
votación a mano alzada para decidir entre dos opciones διαχειροτονίας γενομένης X.HG 1.7.34, cf. D.59.5
•διαχειροτονίαν ποιεῖν = poner a votación πότερον ... ἤ ... D.24.25, ποιέτωσαν διαχειροτονίαν τοῖς παροῦσιν que pongan a votación entre los presentes, IG 12(7).237.29 (Amorgos II/I a.C.)
•tb. διαχειροτονίαν διδόναι = poner a votación ὅτῳ ... καὶ ὅτῳ μή D.22.9, διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ = ofrecer a la asamblea una votación a mano alzada Aeschin.3.39, cf. ISmyrna 587.9 (III/II a.C.).
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, Entscheidung durch Abstimmen mit Handaufheben, Xen. Hell. 1, 7, 34; Dem. 59, 5; πότερον – ἤ, 24, 25; διδόναι τ ῷ δήμῳ, abstimmen lassen, Aesch. 3, 39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
décision entre deux propositions ou choix entre deux concurrents par un vote à main levée.
Étymologie: διαχειροτονέω.
Russian (Dvoretsky)
διαχειροτονία: ἡ голосование поднятием рук Xen., Aeschin., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειροτονία: ἡ, ἐκλογὴ μεταξὺ δύο προσώπων ἢ πραγμάτων, ἐκλογὴ δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, δ. ποιεῖν =διαχειροτονεῖν Δημ. 707. 25, κτλ.· δ. διδόναι, παρέχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Αἰσχίν. 59. 13.
Greek Monolingual
η (ΑΝ)
εκλογή, απόφαση ή έγκριση που λαμβάνεται με ανύψωση τών χεριών
(αρχ.; φρ. (για άρχοντες) «διαχειροτονίαν διδόναι» — δίνω το δικαίωμα εκλογής.
Greek Monotonic
διαχειροτονία: ἡ, εκλογή με ανάταση χειρών, επιλογή, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
διαχειροτονία, ἡ, n [from διαχειροτονέω
election, Dem., Aeschin.