ζοφόω
From LSJ
English (LSJ)
darken, Hld.2.15:—Pass., to be or become dark, γήρᾳ κανθὸν ἐζοφωμένος AP6.92 (Phil.); τὴν ὄψιν ἐζοφωμένος Ps.-Luc.Philopatr. 4.
German (Pape)
[Seite 1140] verfinstern, bes. pass., γήρᾳ κανθὸν ἐζοφωμένος Philp. 16 (VI, 92); τὴν ὄψιν Luc. PhiIop. 4; übertr., τὸν νοῦν ἐζοφώθης Ath.
French (Bailly abrégé)
ζοφῶ :
obscurcir, devenir obscur, sombre, noir ; Pass. être obscur.
Étymologie: ζόφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζοφόω [ζόφος] med.-pass. donker worden; ptc. perf. med.. ἐζοφωμένος donker, verduisterd.
Greek Monotonic
ζοφόω: σκοτεινιάζω, συσκοτίζω, καλύπτω με σκοτάδι, καθιστώ κάτι σκοτεινό· Παθ., είμαι ή γίνομαι σκοτεινός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ζοφόω: σκοτίζω, Ἡλιόδ. 2. 15. - Παθ., γίνομαι σκοτεινός, Ἀνθ. Π. 6. 92· τὴν ὄψιν ἐζοφωμένος Ψευδολουκ. Φιλοπάτρ. 4.