περίστυλος

From LSJ
Revision as of 07:35, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστυλος Medium diacritics: περίστυλος Low diacritics: περίστυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perístylos Transliteration B: peristylos Transliteration C: peristylos Beta Code: peri/stulos

English (LSJ)

περίστυλον,
A surrounded with a colonnade, αὐλή Hdt.2.148, 153, Muson.Fr.19p.108H., Aphth.Prog.12; δόμοι E.Andr.1099; σῦριγξ Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ περίστυλος = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.
II Subst. περίστῡλον, τό, peristyle, colonnade round a temple or colonnade round the court of a house, LXX Ez.42.3 (pl.), D.S.18.26, IG5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.BJ1.21.11 (pl.); also, area surrounded by a colonnade, LXX 3 Ma.5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in IG42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.Arat.26, 2.586b.

German (Pape)

[Seite 595] mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de colonnes, d'une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ περίστυλος, ἡ περίστυλος péristyle, galerie ou colonnade autour d'un temple, d'une cour ou d'un édifice en gén.
Étymologie: περί, στῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστυλος -ον [περί, στύλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.

Russian (Dvoretsky)

περίστῡλος: II ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.
окруженный колоннами (αὐλή Her.; δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστῡλος: -ον, ὁ ἔχων κύκλῳ στύλους, ὁ περιβαλλόμενος διὰ στύλων, αὐλὴ Ἡρόδ. 2. 148, 153· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1099· ναὸς στοαῖς… περίστυλος Παυσ. 6. 24. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίστυλον, τό, Λατ. peristylum ἢ -stylium, σειρὰ κιόνων πέριξ ναοῦ ἢ περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας, Διόδ. 18. 26, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου περιβαλλομένου ὑπὸ κιόνων, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ε΄, 23), ἴδε Sturz. Μακ. Διαλ. σελ. 80 κἑξ.· ― οὕτω περίστυλος,ὁ, Διόδ. 1. 48, ἢ ἡ, Πολύβ. 10, 27, 10· ― τὸ γένος μένει ἀόριστον ἐν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204F, Διοδ. 1. 47, Πλουτ. Ἄρατ. 26., 2. 586Β· ― ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιοτ. 425.

Greek Monolingual

-ο / περίστυλος, -ον ΝΑ στύλος
1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν)
αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη μορφή στοάς, αλλ. περιστύλιο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η περίστυλος
βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.περίστυλος
χώρος περιβαλλόμενος από κιονοστοιχία.

Greek Monotonic

περίστῡλος: -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., περίστυλον, τό ή περίστυλος, , περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή από αυλή οικίας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περί-στῡλος, ον,
I. with pillars round the wall, surrounded with a colonnade, Hdt., Eur.
II. as substantive, περίστυλον, ου, τό, or περίστυλος, ὁ, a peristyle, colonnade round a temple or court-yard, Plut.

English (Woodhouse)

surrounded by a colonnade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)