καταφορέω

From LSJ
Revision as of 18:45, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφορέω Medium diacritics: καταφορέω Low diacritics: καταφορέω Capitals: ΚΑΤΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kataphoréō Transliteration B: kataphoreō Transliteration C: kataforeo Beta Code: katafore/w

English (LSJ)

= καταφέρω, of a river, carry down, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Hdt.5.101, cf. 3.106 (Pass.): metaph., ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος… you have poured forth a wonderful stream of calculation of the difference... Pl.R. 587e; πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας he went on inveighing much against... Plu.2.548c.

French (Bailly abrégé)

καταφορῶ :
porter en bas ou dans son cours en parl. d'un fleuve.
Étymologie: κατά, φορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφορέω [κατάφορος] naar beneden meevoeren (door rivieren); overdr.: ἀμήχανον... λογισμόν καταπεφόρηκας je hebt een overweldigende redenering uitgestort Plat. Resp. 587e.

German (Pape)

καταφέρω, herabführen; von Flüssen, ψῆγμα χρυσοῦ Her. 5.101; pass., 3.106; übertragen, ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. Rep. IX.587e; Plut.

Russian (Dvoretsky)

καταφορέω:
1 уносить вниз, нести по течению (ψῆγμα χρυσοῦ Her.);
2 приносить, представлять: ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.

Greek Monotonic

καταφορέω: μέλ. -ήσω, θαμιστικό του καταφέρω,
1. λέγεται για ποτάμι, μεταφέρω χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.
2. κατεβάζω, παρασύρω, όπως το ποτάμι, τι τινός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφορέω: καταφέρω, ἐπὶ ποταμοῦ, καταβιβάζω, παρασύρω, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον ῥεῦμα (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ ἐναντίον, Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.

Middle Liddell

fut. ήσω [Frequent. of καταφέρω
1. of a river, to carry down gold dust, Hdt.
2. to pour like a stream over, τί τινος Plat.