ἀκατάλλακτος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἀκατάλλακτον, irreconcilable, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, D.S.12.20. Adv. ἀκαταλλάκτως, πολεμεῖν D.11.4; διακεῖσθαι πρός τινα Plb.11.29.13; ἔχειν Ph.1.507; μισεῖν ib.479.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreconciliable ἐχθρός Zaleuc.543, cf. D.S.12.20, ὀργή D.C.44.46.6.
2 adv. -ως irreconciliablemente πολεμεῖν Anaximen.11b.4, πρὸς τοὺς αἰτίους ἀ. διακείμεθα Plb.11.29.13, ἔχειν Ph.1.507, D.C.46.28.2.
German (Pape)
[Seite 69] unversöhnlich, ἐχθρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, καταλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάλλακτος: непримиримый (ἐχθρός Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάλλακτος: -ον, ἀδιάλλακτος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 280. 12. Διόδ. 12. 20. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. πολεμεῖν, Δημ. 153. 17.
Greek Monolingual
ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσω
εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).
Greek Monotonic
ἀκατάλλακτος: -ον (καταλλάσσω), αδιάλλακτος, αμείλικτος· επίρρ. -τως· ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν, σε Δημ.
Middle Liddell
καταλλάσσω
irreconcileable:— adv. -τως, ἀκ. πολεμεῖν Dem.
Translations
irreconcilable
Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний