ἀκατάλλακτος

From LSJ
Revision as of 07:50, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάλλακτος Medium diacritics: ἀκατάλλακτος Low diacritics: ακατάλλακτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: akatállaktos Transliteration B: akatallaktos Transliteration C: akatallaktos Beta Code: a)kata/llaktos

English (LSJ)

ἀκατάλλακτον, irreconcilable, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, D.S.12.20. Adv. ἀκαταλλάκτως, πολεμεῖν D.11.4; διακεῖσθαι πρός τινα Plb.11.29.13; ἔχειν Ph.1.507; μισεῖν ib.479.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreconciliable ἐχθρός Zaleuc.543, cf. D.S.12.20, ὀργή D.C.44.46.6.
2 adv. -ως irreconciliablemente πολεμεῖν Anaximen.11b.4, πρὸς τοὺς αἰτίους ἀ. διακείμεθα Plb.11.29.13, ἔχειν Ph.1.507, D.C.46.28.2.

German (Pape)

[Seite 69] unversöhnlich, ἐχθρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: , καταλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάλλακτος: непримиримый (ἐχθρός Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάλλακτος: -ον, ἀδιάλλακτος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 280. 12. Διόδ. 12. 20. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. πολεμεῖν, Δημ. 153. 17.

Greek Monolingual

ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσω
εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).

Greek Monotonic

ἀκατάλλακτος: -ον (καταλλάσσω), αδιάλλακτος, αμείλικτος· επίρρ. -τως· ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν, σε Δημ.

Middle Liddell

καταλλάσσω
irreconcileable:— adv. -τως, ἀκ. πολεμεῖν Dem.

Translations

irreconcilable

Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний