κακόξενος

From LSJ
Revision as of 16:54, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Galician: inhóspito;" to "Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich;")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόξενος Medium diacritics: κακόξενος Low diacritics: κακόξενος Capitals: ΚΑΚΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: kakóxenos Transliteration B: kakoxenos Transliteration C: kakoksenos Beta Code: kako/cenos

English (LSJ)

Ion. κακόξεινος, ον,
A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376.
II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξενος), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν κακόξενώτεροι Jul.Ep.89b.

German (Pape)

[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhospitalier;
2 malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.
Étymologie: κακός, ξένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόξενος: (эп. compar. κακοξεινώτερος)
1 несчастливый в своих гостях, навещаемый плохими гостями (Τηλέμαχος Hom.);
2 неприветливый к гостям, негостеприимный (δόμοι Eur.).

Greek Monolingual

κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.)
2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ξενος (< ξένος), πρβλ. ιδιόξενος, φιλόξενος].

Greek Monotonic

κᾰκόξενος: Ιων. -ξεινος, -ον,
I. αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. κακοξεινώτερος, σε Ομήρ. Οδ.
II. εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Ευρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.

Middle Liddell

I. unfortunate in guests, in irreg. epic comp. κακοξεινώτερος, Od.
II. unfriendly to strangers, inhospitable, Eur., Anth.

Translations

inhospitable

Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig