παλίωξις
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
παλιώξεως, ἡ, (πάλι, ἰωκή) pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71; ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc.154: in late Prose, App.Mith.49.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Teil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν, Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
retour offensif des fuyards.
Étymologie: πάλιν, ἰώκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίωξις -εως, ἡ [πάλιν, ἰωκή] tegenaanval.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίωξις: εως (ῑ) ἡ ἰωκή стремительный переход из отступления в контратаку, взаимная контратака (παρὰ νηῶν Τρώων Hom.).
English (Autenrieth)
(ἴωξις, διώκω): pursuit back again, rally. (Il.)
Greek Monolingual
παλίωξις, ἡ (Α)
η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»].
Greek Monotonic
πᾰλίωξις: [ῑ], ἡ (παλίν, ἰωκή), εκ νέου καταδίωξη ως ανταπόδοση, όπως όταν οι καταδιωκόμενοι ξεφεύγουν και στρέφονται εναντίον των διωκτών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίωξις: ἡ, (πάλιν, ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω δίωξις τῶν διωκόντων, ὅταν δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· οὕτως, ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ προΐωξις, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. παλινδίωξις.
Middle Liddell
πᾰλί-¯ωξις, εως, [παλίν, ἰωκή
pursuit back again or in turn, as when fugitives rally and turn on their pursuers, Il., Hes.
Translations
counter-attack
Albanian: kundërsulm; Arabic: هُجُوم مُضَادّ; Armenian: հակահարձակում, հակագրոհ; Azerbaijani: əks-hücum; Belarusian: контратака, контрнаступленне; Bulgarian: контраатака; Chinese Mandarin: 反擊/反击, 逆襲/逆袭; Czech: protiútok; Danish: modangreb; Dutch: tegenaanval; Estonian: vasturünnak; Finnish: vastahyökkäys; French: contre-attaque, contre-offensive, contrattaque, controffensive; Georgian: კონტრშეტევა, კონტრიერიში; German: Gegenangriff; Greek: αντεπίθεση; Ancient Greek: ἀντεφόρμησις, ἀντεξόρμησις, ἀντεπίθεσις, ἀντεπιχείρησις, παλίωξις; Hebrew: התקפת נגד; Hungarian: ellentámadás; Irish: frithionsaí; Italian: contrattacco; Japanese: 反撃, 逆襲; Kazakh: қарсы шабуыл; Korean: 역습(逆襲), 반격(反擊); Kyrgyz: каршы чабуул; Latvian: pretuzbrukums; Lithuanian: kontrataka; Macedonian: противнапад; Maori: taupaepae, whana whakairi; Norwegian Bokmål: motangrep; Nynorsk: motangrep; Persian: پاتَک, ضِدِّحَمْله; Polish: kontratak; Portuguese: contra-ataque; Romanian: contraatac, contra-atac; Russian: контратака, контрнаступление; Serbo-Croatian Cyrillic: противнапад, протунапад; Roman: protivnápad, protunápad; Slovak: protiútok; Slovene: protinapad; Spanish: contraataque; Swahili: kaunta; Swedish: motanfall, motangrepp, motattack, kontring; Tajik: ҳамлаи ҷавобӣ, ҳуҷуми ҷавобӣ; Tibetan: རྒོལ་ལན; Turkish: karşı atak, karşı saldırı, kontratak; Turkmen: garşy hüjüm; Ukrainian: контратака, контрнаступ; Uyghur: قايتۇرما ھۇجۇم; Uzbek: kontrataka, qarshi hujum; Vietnamese: phản công