ἐκθετικός
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἐκθετική, ἐκθετικόν,
A expository, λόγος ἐκθετικός τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4.
II ἐκθετικὸς τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. ἐκθετικῶς = in expository fashion Simp. in Ph.948.25.
III enunciatory, Stoic.2.62.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I fil.
1 enunciativo ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.Stoic.2.62.
2 de la «éctesis» o «exposición» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐκθετικὸς τρόπος Alex.Aphr.in APr.34.7, cf. ἔκθεσις A II 1.
II ret. expositivo λόγος ἐ. discurso expositivo del encomio, Aphth.Prog.8, del relato, Theo Prog.78.16.
III adv. ἐκθετικῶς = mediante la «éctesis» o «exposición» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.in Ph.948.25
•mediante exposición detallada, por medio de explicación ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1276A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη
αρχ.
εκφραστικός, περιγραφικός.