πρῴ

From LSJ
Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῴ Medium diacritics: πρῴ Low diacritics: πρω Capitals: ΠΡΩ
Transliteration A: prṓi Transliteration B: prō Transliteration C: pro Beta Code: prw/|

English (LSJ)

v. sub πρωΐ: early, prematurely, early in the morning, in the morning, too soon.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῴ ook πρωΐ [πρό; ~ πρώην] adv.; comp. πρωΐτερον en πρῴτερον, πρωϊαίτερον en πρῳαίτερον; superl. πρωΐτατα en πρῴτατα, πρωϊαίτατα en πρῳαίτατα ‘s ochtends vroeg:; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ = de volgende ochtend vroeg Xen. Cyr. 1.4.16; ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας van de vroege ochtend tot de avond NT Act. Ap. 28.23; met gen. (part.). πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης nog vroeg in de ochtend Hdt. 9.101.2; ἑκάστης ἡμέρας πρῴ elke ochtend vroeg Xen. Hell. 1.1.30; τῆς ὥρας πρῴτερον op een vroeger uur Thuc. 7.39.1. uitbr. vroeg:; πρῴτατα... ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐσέβαλλον zeer vroeg in het jaar vielen ze Attica binnen Thuc. 7.17.1; met gen.. πρωῒ τοῦ ἦρος vroeg in de lente Hp. Epid. 1.1. te vroeg, voortijdig:. δέδοικα γὰρ μὴ πρῲ λέγοις ἄν ik ben bang dat je misschien voortijdig spreekt Soph. Tr. 631.

French (Bailly abrégé)

v. πρωΐ.

German (Pape)

att. = πρωΐ. cf. πρώ.

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].