αὐτοκτόνος
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
αὐτοκτόνον,
A self-slaying, self-killing, χεὶρ αὐτοκτόνος = self-slaying hand, of Medea, who slew her own children, E., Med. 1254 (lyr.). Adv. αὐτοκτόνως = with one's own hand, A.Ag.1635.
2 slaying one another, χέρες Id.Th.810; θάνατος αὐτοκτόνος = mutual death by each other's hand, ib.681; δῶρα αὐτοκτόνα = gifts that bring death AP7.152 (Leont.). ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων = the men are dead, murdered by their very own hands, Aeschylus, Seven Against Thebes, 805. Adv. αὐτοκτόνως A.Th.734 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1que se da muerte por su propia mano, suicida de pers. Τελαμώ[νιος αὐτ] οκτόνος ὤλετο A.Fr.451q.17
•que causa la propia muerte σφαγαί Lyc.440, ῥιφαί Lyc.714, δῶρα AP 7.152 (Leont.).
2 asesino de los suyos, parricida θάνατος A.Th.681, χείρ E.Med.1254.
II Adv. αὐτοκτόνως = con muerte dada por propia mano δρᾶσαι τόδ' ἔργον αὐ. A.A.1635, αὐ. θανεῖν A.Th.734.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue (les siens) de sa propre main.
Étymologie: αὐτός, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκτόνος:
1 убивающий своих (χείρ Eur.);
2 Aesch., Anth. = αὐτόκτονος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκτόνος: -ον, ὁ ἰδίᾳ χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) ἀλληλοκτόνος, ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805· ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν θάνατος ὦδ’ αὐτόκτονος, ἀμοιβαῖος διὰ τῶν χειρῶν ἀλλήλων, αὐτόθι 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, ἐπειδὰν αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι αὐτόθι 734· αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.
Greek Monolingual
-ο (Α αὐτοκτόνος, -ον)
αυτός τερματίζει μόνος βίαια τη ζωή του
αρχ.
1. φρ. «ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» — σκότωσαν ο ένας τον άλλο
2. φρ. «αὐτοκτόνα δῶρα» — δώρα που φέρνουν θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοκτόνος: -ον (κτείνω)·
1. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. -νως, με το ίδιο του το χέρι, σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ αὐτοκτόνος, λέγεται για τη Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της, σε Ευρ.
2. αλληλοκτόνος, σε Αισχύλ.· θάνατος αὐτοκτόνος, ο αμοιβαίος θάνατος του καθενός από το χέρι του άλλου, στον ίδ.
Middle Liddell
κτείνω
1. self-slaying; Adv. αὐτοκτόνως, with one's own hand, Aesch.:—so χεὶρ αὐτ., of Medea, who slew her own children, Eur.
2. slaying one another, Aesch.; θάνατος αὐτ. death by each other's hand, Aesch.