ἀπειρέσιος

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρέσιος Medium diacritics: ἀπειρέσιος Low diacritics: απειρέσιος Capitals: ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΣ
Transliteration A: apeirésios Transliteration B: apeiresios Transliteration C: apeiresios Beta Code: a)peire/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A boundless, immense, γαῖα, ὀϊζύς, Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; countless, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀ. εἶδος untold beauty, Hes.Fr.33; once in Trag., ἀ. πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as Adv., Q.S.2.179, 3.386. (Like ἀπερείσιος, by metrical lengthening for Απερέσιος; root per- in πεῖραρ, ἄπειρος B.)

German (Pape)

[Seite 284] α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρέσιος: -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄπειρος (σημασία ΙΙ), ἀπέραντος, ἄπειρος, μέγας, γαῖα, ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· δῆρις Βατραχομ. 4: ἀναρίθμητος, πολύς, ἄνθρωποι, ἄνδρες, ἔεδνα, ἄποινα Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: ὡσαύτως, ἀπ. εἶδος, ἄφατος καλλονή, Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - ἅπαξ παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. ἀπείριτος, ἀπερείσιος.