φλέψ

From LSJ
Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέψ Medium diacritics: φλέψ Low diacritics: φλεψ Capitals: ΦΛΕΨ
Transliteration A: phléps Transliteration B: phleps Transliteration C: fleps Beta Code: fle/y

English (LSJ)

ἡ, gen. φλεβός: also masc., φλέβες οἰδαίνοντες (nisi leg. οἰδαίνοντος) Nonn.D.47.111:—

   A blood-vessel, whether vein or artery, Il.13.546, Hdt.4.2, 187, A.Fr.230, S.Ph.825; distd. from artery, Hp. Alim.31; φλὲψ κοίλη vena cava, Id.Vict.1.9, E.Ion1011, Arist.HA 497a14; also called φ. μεγάλη, μεγίστη, ib.495b7, 496a26; φ. σπληνῖτις, ἡπατῖτις, ib.512a6; φλέβες σπερματίτιδες Diog.Apoll.6 (also used of the ureters, Hp.Oss.4); γονίμη φλέψ membrum virile, AP 6.218 (Alc.), cf. Neophro (?) in PLit.Lond.77Fr.2.7: so abs., APl.4.261 (Leon.); φλεβὸς τροπωτήρ Xenarch.1.8; φλέβα σχάζειν to open a vein, X.HG5.4.58; λύειν Posidon.72J.; οὗ ἂν ἡ φ. σφύζῃ where the vein throbs, Hp.Epid.2.5.16; αἱ φ. ἐξανίστανται Luc.Bis Acc. 11.    2 vein of metal, X.Vect.1.5, Arist.GC326b35, D.S.2.36, D.P. 1104: spring of water, Arist.Pr.935b10; αἱ φ. τῆς πηγῆς Plb.34.9.7, cf. Supp.Epigr.4.467.5 (Didyma, iii A. D.), Gp.2.5.6.    3 vein in plants, Arist.PA668a25, Thphr.HP1.2.1.

German (Pape)

[Seite 1291] φλεβός, ἡ, 1) die Blutader, im belebten Körper; Il. 13, 546, Her. 4, 2. 187; Soph. Phil. 814, Ar. Th. 694; Plut. u. Folgde. – 2) jede Ader, Wasserader, Metallader, Xen. Vect. 1, 5; Ader im Holz, Stein u. andern Massen, Sp.; – γονίμη φλέψ, das männliche Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); auch ohne den Zusatz, Leon. Tar. 21 (Plan. 261); Philp. 5 (VI, 94).

Greek (Liddell-Scott)

φλέψ: ἡ, γεν. φλεβός· ὡσαύτως ἀρσ., φλέβες οἰδαίνοντες Νόνν. Διονυσ. 47. 11· (ἴδε ἐν λ. φλέω)· ― φλέψ, κοινῶς «φλέβα» ἐν ζῶντι σώματι, Ἰλ. Ν. 546, Ἡρόδ. 4. 2, 187, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 230, Σοφ. Φιλ. 825· φλὲψ κοίλη, vena cava, δι’ ἧς τὸ αἷμα ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν, Ἱππ. 344. 30, Εὐριπ. Ἴων 1011 (ἔνθα ἴδε Musgr.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 1· ὡσαύτως καλεῖται καὶ μεγάλη ἢ μεγίστη, ὁ αὐτ. 1. 16. 12., 3. 3, 17, πρβλ. Ἰλ. Ν. 546· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἐν τῷ σώματι σωλήνων ἢ ἀγωγῶν, φ. ἠπατῖτις, σπληνῖτις, Συέννεσις παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7· φλέβες σπερματίτιδες αὐτόθι 15, κλπ., ἴδε Bonitz Πίνακ. Ἀριστ. σ. 824b, κἑξ.· ― φλὲψ γονίμη, τὸ ἀνδρικὸν μόριον, Ἀνθ. Παλατ. 6. 218· οὕτως ἀπολ., Ἀνθ. Πλαν. 261· φλεβὸς τροπωτὴρ Ξέναρχος ἐν «Βουταλίωνι» σ. 1. 8. ἔνθα ἴδε Meinecke· ― φλέβα σχάζειν, ἀνοίγειν, χαράττειν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58· λύειν Ἀθήν. 45F· φλὲψ σφύζει, «κτυπᾷ», τινάσσεται, Ἱππ. 1046C, κλπ.· ἐξανίσταται Λουκ. Δὶς Κατηγ. 11. ― Κατ’ ἀρχὰς πάντα τὰ αἱματοφόρα ἀγγεῖα δηλ. καὶ ἀρτηρίαι καὶ κυρίως φλέβες ἐκαλοῦντο φλέβες· περὶ δὲ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἐγένετο διαστολὴ μεταξὺ τῶν δύο ἴδε ἀρτηρία ΙΙ. 2) ὡς τὸ πηγή, πᾶν εἶδος φλεβός, οἷον μετάλλου ἐν τῇ γῇ, ὡς καὶ νῦν, Ξενοφ. Πόροι 1. 5, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 9, 1, Διόδ. 2. 36· φλὲψ ὕδατος, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Προβλ. 23, 37· αἱ φλέβ. τῆς πηγῆς Πολύβ. 34. 9, 7, πρβλ. Γεωπον. 2. 5, 6. 3) ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἢ ἀγγείων τῶν φυτῶν, ἐν οἷς κυκλοφορεῖται ὁ χυμός, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3, 5, 10, περὶ Φυτ. 1. 3, 2, κ. ἀλλ.