περιοχή
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἡ, (περιέχω)
A a containing, enclosing, Plu.2.1078b, Herm. ap. Stob.1.49.69. 2 compass, circumference, σφαίρας Placit.3 Prooem., cf. J.BJ5.4.3, Cleom.1.11, 2.3, Diog.Oen.24; opp. μῆκος, BGU492.10 (ii A.D.); ἡ ἐκτὸς π., of the body, Arist.Col.797b22, cf. Pr.870a10, D.S.1.91 ; κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π. according to their extent, Id.17.58 ; mass, body, Plu.Lys.12 ; π. τις οὐρανοῦ Epicur.Ep.2p.37U. ; ἀκατάληπτος π., of the world, Secund.Sent.1. 3 generally, compass, extent, ἡ π. τῆς ὅλης περιβολῆς καὶ πράξεως Plb.11.19.2 ; aggregate, Dam.Pr.88,95 bis. b content of a definition, etc., Corn.Rh.p.382H., Alex.Aphr.in APr. 278.11, etc. c summary, Herm. ap. Stob.1.41.1 ; σύντομος π. Procl.in Ti.1.73; periochae, title of summaries of books of Livy. 4 inclusion, S.E.P.3.101 ; κατὰ περιοχήν τινος including... Ph. 2.488. II portion circumscribed or marked off, section of a book, Cic.Att.13.25.3, Act.Ap.8.32. III pod, husk, shell, Thphr.CP 1.19.2. 2 fence, fortification, LXX 1 Ki.22.4, al. ; πόλις περιοχῆς ib.Ps.30(31).21,al. IV straitness, = θλῖψις, συνοχή, Phot.; esp. siege, LXX Je.19.9 ; ἦλθεν πόλις ἐν περιοχῇ ib.4 Ki.24.10; ὕδωρ περιοχῆς ib.Na.3.14. V=περιπέτεια, Phot.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, das Umfassen, der Umfang; so nennt Theophr. die äußeren Schalen der Früchte; – Inbegriff, Gesammtinhalt, das Ganze, πραγμάτων, D. Hal., καὶ τόποι, ganze Abschnitte und Stellen der Schriftsteller, id. Bei Plut. Lys. 12 ist περ. πυροειδής feurige Masse.
Greek (Liddell-Scott)
περιοχή: ἡ, (περιέχω) κύκλος, περιφέρεια, σφαίρας Πλούτ. 2. 892Ε· ἡ ἐκτὸς π., ἐπὶ τοῦ σώματος, Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 45, πρβλ. Διόδ. 1. 91· κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π., κατὰ τὴν ἔκτασιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 17. 58· - ὡσαύτως, ὄγκος, σῶμα, Πλουτ. Λύσανδρ. 12. ΙΙ. μέρος πράγματος περιγραφομένου ἢ διὰ σημείων κεχωρισμένου, χωρίον συγγραφέως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 25, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 32· πρβλ. περικοπή ΙΙΙ. ΙΙΙ. θήκη· καὶ ἐπὶ φυτῶν, λέπυρον, κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 2. 2) φραγμός, φρούριον, ὀχύρωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 4, κ. ἀλλ.).