ἐφησυχάζω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφησῠχάζω Medium diacritics: ἐφησυχάζω Low diacritics: εφησυχάζω Capitals: ΕΦΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: ephēsycházō Transliteration B: ephēsychazō Transliteration C: efisychazo Beta Code: e)fhsuxa/zw

English (LSJ)

   A remain quiet, Plb.2.64.5 (v.l. ἀφ-), Ph.2.65 (v.l. for ἡσ-) ; ὀλίγον χρόνον Hld.4.11; μικρὸν -ησυχάσας τοῖς εἰρημένοις Id.6.7; ἀπὸ τῆς αἰώρης Aret.CD1.8.    2 acquiesce in, τῇ δικαιολογία PLond.5.1708.261 (vi A.D.); τοῖς κρινομένοις Just.Nov.123.21 Intr.    II Act., pass over in silence, omit, τὰ πλήθη τῶν ἄλλων Ph. 2.3 (v.l. for ἀφ-).

German (Pape)

[Seite 1118] dabei ruhig sein, τινί, bei Etwas, τοῖς εἰρημένοις Heliod. 6, 7. S. ἀφησυχάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφησῠχάζω: μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφησυχάζω) ἡσυχάζω
αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω
νεοελλ.
1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι
2. αμελώ, παραμελώ
νεοελλ.-μσν.
ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν' ανησυχώ
μσν.
αποσύρομαι σε μονή ή σε σκήτη για ψυχική περισυλλογή
αρχ.
1. μένω ήσυχος
2. είμαι ήσυχος
3. παρασιωπώ
4. (για έθιμο ή συνήθεια) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι άκυρος, ανίσχυρος, πέφτω σε αχρησία.