ὀπός
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ὁ,
A juice, distd. from χυλός, χυμός, in that ὀπός is prop. vegetable juice, the milky juice which is drawn from a plant by tapping it, ὀπὸν . . στάζοντα τομῆς . . κάδοις δέχεται S.Fr.534 (anap.), cf. Thphr. HP9.8.1, etc. ; esp. the acid juice of the fig-tree, used as rennet (τάμισος) for curdling milk, Il.5.902, Emp.33, Hp.Morb.4.52, Menestor ap.Thphr.HP1.2.3, Arist.Mete.384a21,389b10, GA737a14 ; generally, acid juice, Pl.Ti.60b ; βλέπειν ὀπόν Ar.Pax1184 : in pl., Antiph.88.4, cj. in Anaxandr.41.59 (anap.); cf. ὀπίας, ὀποειδής, 2 metaph., ὀπὸς ἥβης the juicy freshness of youth, opp. ῥυτίς, AP5.257 (Paul. Sil.). II ὀποῦ καρπός, = σιλφίου σπέρμα, Hp. ap. Gal.19.126 ; and so prob. in Ar.Ec.404, Pl.719 ; but ὀπὸς σιλφίου silphium juice, Hp. Acut.23, cf. 37, Acut.(Sp.)48, Thphr.HP6.3.2 ; so ὀπός alone, Gal. 12.90. III gravy, Ath.9.402c. (Perh. cf. Lith. sakaĩ (pl.) 'resin', Slav. sok[ucaron] 'sap'.)
ὀπός, gen. of ὄψ (q. v.).
German (Pape)
[Seite 361] ὁ (sapio), Saft der Pflanzen, bes. der Bäume, gew. des Feigenbaumes, der zum Gerinnen der Milch gebraucht wurde; ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, Il. 5, 902; τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν ἀφρῶδες γένος ὀπὸς ἐπωνομάσθη, Plat. Tim. 60 b; Legg. VII, 824; Theophr. u. Folgende. – Uebertr., ὀπὸς ἥβης, die saftige, schwellende Fülle des jugendlichen Leibes, Paul. Sil. 8 (V, 258).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρων τοῦ χυλοῦ καὶ χυμοῦ, καθ’ ὅσον ὀπὸς κυρίως σημαίνει τὸ γαλακτῶδες ὑγρὸν τὸ ὁποῖον λαμβάνει τις κεντῶν ἢ χαράττων τὸ φυτόν, ὀπόν... στάζοντα τομῆς.. κάδοις δέχεται Σοφ. Ἀποσπ. 479, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, κτλ.· ― μάλιστα ὁ δριμὺς ὀπὸς τῆς συκῆς ὅστις ἐχρησίμευεν ὡς πυτία (τάμισος) πρὸς πῆξιν γάλακτος, Ἰλ. Ε. 902, Ἐμπεδ. 215, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 9., 4. 11, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 15· βλέπειν ὀπὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1184· ἐν τῷ πληθ., Ἀντιφάνης ἐν «Δυσέρωτι» 1, Ἀναξανδρίδ’ ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 59· ― πρβλ. ὀπίας, ὀποειδής. 2) σπανίως ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, οἷον ἐν Πλάτ. Τιμ. 60. 3) μεταφορ., ὀπὸς ἥβης, ἡ χυμώδης δροσερότης τῆς νεότητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ῥυτίς, Ἀνθολ. Π. 5. 258. ΙΙ. τὸ φυτὸν σίλφιον, Ἱππ. παρὰ Γαλην. (ἀλλά: ὀπὸς σιλφίου, ὁ ὀπὸς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387)· καὶ οὕτω πιθ. ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 404, Πλ. 719. (Πρὸς τὸ ὀπός, πρβλ. τὰ Λατ. sap-a, sap-ere, sap-or, sucus· πρβλ. Π, π, ΙΙ. 2· Ἀρχ. Σκανδ. safi· Ἀγγλο-Σαξον. soep (sap:· Ἀρχ. Γερμαν. saf (saft), κτλ.· σαφής, σοφὸς φαίνονται παραγόμενα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ― ἐντεῦθεν ὄπιον, opium, οὗ ἡ ὁμοιότης πρὸς τὸ sopor εἶναι ἁπλῶς τυχαία· πρβλ. ὕπνος ἐν τέλει). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπός· βοτάνη τις, δι’ οὗ πήγνυται τὸ γάλα. καὶ τῶν δένδρων δάκρυον. καὶ τὸ γαλακτῶδες ἐκ τῆς συκῆς ἀνιέμενον».
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
1 suc qui coule du tronc de certains arbres ; particul. suc laiteux du figuier qui servait à faire cailler le lait;
2 laserpitium, plante.
Étymologie: R. Ὀπ ; cf. lat. sapio, sucus.
2gén. de ὄψ.