Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασκήπτω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκήπτω Medium diacritics: κατασκήπτω Low diacritics: κατασκήπτω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΗΠΤΩ
Transliteration A: kataskḗptō Transliteration B: kataskēptō Transliteration C: kataskipto Beta Code: kataskh/ptw

English (LSJ)

fut. -ψω E.Hipp.1418:—

   A rush down or fall upon, Arist.Mu.395a25, D.S.16.80, etc.; of the rainbow, Arist.HA553b30; of divine visitations, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου Hdt.7.134; ἐς ἀλλέλους ib.137; ἤν κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, of an omen, Id.8.65; ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν δέμας E.l.c.; τίς κατέσκηψεν τύχη; A.Supp.327; ἐς Οἰδίπου παῖδε Ἄρης κ. Ar.Fr.558; of Nemesis, D.H.3.23; esp. of sickness, attack, [ἡ νόσος] κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Th.2.49, cf. Hp.Epid.3.8; εἰς γυναῖκας D.H.9.40; ῥεῦμα κ. τινὶ ἐς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10, cf. Gal.1.286; ἡ ξανθὴ [χολὴ] ὀδόντι Alex.Aphr.Pr.1.40, etc.    2 c.acc., fall upon, τινα dub.l. in E.Med.94 (fort. τινι):—Pass., κατασκηφθέντα χωρία struck by lightning, Hsch.s.v. ἐνηλύσια.    II causal, εἰς ὅ τι -σκήψει τέλος ὁ δαίμων νέμεσιν Plu.Aem.27.    III κ. λιταῖς storm or importune with prayers, c.inf., S.OC1011.    IV abs., break out, go forth, of a report, App.BC3.25; κ. εἰς τέλος come to an issue, of a war, D.H. 3.54.

German (Pape)

[Seite 1379] sich worauf werfen, wogegen losbrechen; eigtl. vom Einschlagen des Blitzes, Arist. de mund. 4 σκηπτοί, ὅτι κατασκήπτουσιν εἴς τι; ἀστραπαί τε καὶ βρονταὶ κατέσκηπτον D. Sic. 16, 81; λέγεται κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι Plut. Lys. 31; auch pass., χωρία κατασκηφθέντα Hesych., wo der Blitz eingeschlagen hat. Aehnl. ἡ ἶρις Arist. H. A. 5, 22; νέφος Plut. Them. 15; vgl. Her. 6, 65. Häufig vom Unglück, das über Einen einbricht, vom Ausbrechen des Krieges u. ä., τίς κατέσκηψεν τύχη Aesch. Suppl. 322; vom Zorn, ὀργαὶ κατασκήπτουσιν εἰς τὸ σὸν δέμας Eur. Hipp. 1418; ἡ μῆνις ἐς ἀγγέλους Her. 8, 65; νέμεσις εἰς τούτους D. Hal. 3, 23; Λακεδαιμονίοισι κατέσκηψε μῆνις Ταλθυβίου Her. 7, 134; vgl. Pol. 24, 8, 14; c. acc., οὐδὲ παύσεται χόλου πρὶν κατασκῆψαί τινα, ehe er Einen getroffen od. niedergeschmettert hat, Eur. Med. 94. Von der Krankheit, κατέσκηψε εἰς χεῖρας καὶ πόδας, sie warf sich auf Hände und Füße, Thuc. 2, 49; Hippocr.; ἡ νόσος κατασκήψασα εἰς τὰς γυναῖ. κας, v. l. γυναιξίν, D. Hal. 9, 40. – Λιταῖς θεάς, mit Bitten anliegen, bestürmen, Soph. O. C. 1011. – Vom Gerücht, sich wohin verbreiten, App. B. C. 3, 25. – Sich wohin entscheiden, ausschlagen, ἔργον ἀνόσιον εἰς εὐτυχὲς κατασκῆψαι τέλος D. Hal. 3, 60; ὁ πόλεμος εἰς τοῦτο τὸ τέλος κατέσκηψε ib. 54.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκήπτω: μέλλ. -ψω, μεθ’ ὁρμῆς καταφέρομαι, ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, ὡς τὸ ἀποσκήπτω, ἐπὶ κεραυνοῦ, θυελλῶν, τυφώνων, ἀστραπῶν, βροντῶν, κλπ., εἰς τόπον Ἡρόδ. 8. 65· σκηπτοὶ κ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 20· ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ μετὰ μεγάλων πνευμάτων κ. Διόδ. 16. 80, κτλ.· νότος βιαιότατος κ. Φίλων 629D· ἐπὶ τῆς ἴριδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θείας ὀργῆς, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου Ἡρόδ. 7. 134· ἐς ἀγγέλους αὐτόθι 137· ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν δέμας Εὐρ. Ἱππ. 1418· ἐπὶ τύχης, τίς κατέσκηψε τύχη; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 326· ὡσαύτως ἐπὶ πολέμου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471· ἐπὶ τῆς Νεμέσεως, Διον. Ἁλ. 3. 23·― ἰδίως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, οἷον τοῦ λοιμοῦ, οἱονεὶ οὐρανόθεν καταφερομένης εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κατέσκηπτεν ἐς χεῖρας καὶ πόδας, κατέπιπτε καὶ κατεκτύπει, ὅπερ ὁ αὐτὸς λέγει ἀντίληψιν τῶν ἀκρωτηρίων καὶ ἀντιλαμβάνειν τῶν ἀκρωτηρίων· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει ἐπίσκηψις, Θουκ. 2, 49, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086, κτλ.· ῥεῦμα κατ. τινὶ ἐς τὰ νεῦρα Παυσ. 6. 3, 10· χολὴ ὀδόντι Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 40, κτλ.· καὶ θηρίον κ. εἰς τοὺς δρυμοὺς (καὶ τοῦτο ὡς κακὸν θεόθεν πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων) Διοδ. 3, 69. 2) ἐν Εὐρ. Μηδ. 93 ἔχομεν κατασκῆψαί τινα, πίπτω ἐπὶ τινος, ἂν μὴ ἀναγνωστεόν, τινί, ἴδε Elmsl.· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ὀρθῶς ἑρμηνεύει, «ἀντὶ τοῦ βλάψαι τινά, ἀπὸ τοῦ κεραυνοῦ τοῦ σκηπτοῦ, οἷον κεραυνῶσαι»· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἀναφέρει Παθ., κατασκηφθέντα χωρία, προσβληθέντα ὑπὸ κεραυνοῦ, πρβλ. λ. ἐνηλύσια. ΙΙ. κ. λιταῖς θεάς, ἐνοχλῶ, ἐπιπίπτω, πρόσκειμαι λιτανεύων, ἐκλιπαρῶν καὶ δεόμενος, μὲ προσευχάς, μετὰ τοῦ ἱκνοῦμαι καὶ κ. Σοφ. Ο. Κ. 1011· ὡς τὸ ἐπισκήπτω. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐκρήγνυμαι, ἀναφαίνομαι, ἐπὶ φήμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 23· κ. εἰς τέλος, φθάνω εἴς τι τέλος, καταλήγω, Διον. Ἁλ. 3. 54.

French (Bailly abrégé)

se jeter sur, s’abattre sur : λιταῖς θεάς SOPH propr. se jeter avec des prières sur les déesses, càd s’attacher à l’autel en priant, fatiguer de ses prières.
Étymologie: κατά, σκήπτω.