ὠφέλεια
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
ἡ, required by the metre (in iambics), S.El.944, Ar. Th.183; whereas ὠφελία is required in E.Andr.539 (anap.), Fr.78 (lyr.), Ar.Ec.576 (lyr.): the best codd. of Pl. have ὠφελία more freq. than ὠφέλεια (although B always has ὠφέλεια in Phdr.), and ὠφελία is found in IG12.69.24 (v B. C., Prose), Hyp.Eux.9, and freq. in Phld., as Mus.p.54 K., al.: Ion. ὠφελίη Hdt.5.98, al., AP6.187 (Alph.):—
A help, aid, succour, esp. in war, ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον . . τὴν ὠ. Th. 1.26, cf. 39; τὴν ὠ. παρέχειν τινί Id.3.13, cf. And.3.31; ὠ. ἀνδρὶ φέρειν E.Fr.78 (lyr.); ὠ. προσλήψεσθαι Th.2.7; ἀπό τινων εὑρίσκεσθαι Id.1.31; τῆς ὠ. μεταλαμβάνειν Id.1.39; τυγχάνειν Id.6.17; ἐπάγεσθαί τινας ἐπ' ὠφελίᾳ for aid, Id.1.3, cf. 5.38; ἀποχρήσασθαι τῇ ἑκατέρου ἡμῶν ὠ. to make full use of the assistance or services we both can give, Id.6.17; μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας Id.3.82, cf. D.H. Th.31; οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδ' ὠφελίας or any other aid, Pl.Ly. 217a, cf. R.559b; καὶ τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν (ὠφέλειαν codd., unmetrically) ἔχει Com.Adesp.106.8. II profit, advantage, βούλευμα ἀπ' οὗ . . οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι Hdt. l. c.; εἴ τις ὠφέλειά γε S.El.944; τὴν κοινὴν ὠ. φυλάξαι the common interest of all, Th. 6.80; τίς ἂν εἴη ἡμῖν ὠ. εἰδόσιν αὐτό; Pl.Chrm.167b; opp. βλάβη, X.Cyr.6.2.13, Pl. (v. infr.2), etc.; opp. ζημία, X.Mem.2.3.6; ἐπ' ὠφελείᾳ ἐστί τι ib.1.4.4: c. gen. subjecti, τὴν ὠ. τὴν τῶν τειχέων their utility, Hdt.7.139: c. gen. objecti, ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν φίλων for their benefit, Pl.R.334b; ὠφελίας ἕνεκα ib.398b; ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠ. And.2.2; ἐν ὠ. ἐστί 'tis of use, X.Vect.4.35; after ὠφελεῖν, cf. ὠφελέω 1.5. 2 source of gain or profit, service, freq. in pl., τὰς ὠ. τὰς ἐκ τῆς στρατείας . . ἐσομένας Isoc.4.15; αἱ κοιναὶ ὠ. Lys. 19.62; αἱ ἀπὸ τινος γιγνόμεναι ὠ. Isoc.4.29; ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα Id.R.332d; αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοὺς ὠ. D.15.32. 3 esp. gain made in war, spoil, booty, Plb.2.3.8, 3.82.8, Rev.Arch.6(1935).31 (pl., Amphipolis), LXX 2 Ma.8.20; ὠ. μεγάλαι καὶ λάφυρα Plu.2.255b; ὠφελείας ἀθροῖσαι Id.Cleom.12; πολλῆς ὠ. κυριεῦσαι D.S.15.36; τὴν χώραν γέμειν ὠφελείας Plb.3.80.3; τίθεσθαι τὰ χρήματα δι' ὠφελείας to regard as booty, D.H.7.37; so in the chase, game, X.Cyn.6.4; so of a thief, ὠ. ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην ἀφῆκεν Antipho 2.1.4. (Prob. abstracted fr. οἰκ-ωφελία, which comes fr. οἶκον ὀφέλλειν 'to increase the οἶκος'; cf. ὄφελος.)
Greek (Liddell-Scott)
ὠφέλεια: ἡ, ὡς τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ (ἐν ἰαμβικοῖς στίχοις), Σοφ. Ἠλ. 944, Ἀριστοφ. Θεσμ. 183· ἐν ᾧ ὁ τύπος ὠφελία, ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου (ἐν ἀναπαιστ. στίχ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 539, πρβλ. Ἀποσπ. 79, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 576· ἐν δὲ τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ ὁ τύπος ὠφέλεια εἶναι ὁ γενικῶς παραδεδεγμένος, ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει ἀείποτε ὠφελία παρὰ Θουκυδ., εἶναι δὲ αὕτη συχνὴ διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· Ἰων. ὠφελίη Ἡρόδ., Ἀνθ. Παλατ. 6. 187, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 780 (ὠφελέω), Βοήθεια, προστασία, συνδρομή, ὑποστήριξις, ἐπικουρία, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον.. τὴν ὠφ. Θουκ. 1. 26, πρβλ. 39· τὴν ὠφ. παρέχειν τινὶ ὁ αὐτ. 3. 13, πρβλ. Ἀνδοκ. 27. 28· ὠφ. ἀνδρὶ φέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 79· ὠφ. προσλαμβάνειν Θουκ. 2. 17· εὑρίσκεσθαι ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 31· τῆς ὠφελείας μεταλαμβάνειν ὁ αὐτ. 1. 39· τυγχάνειν ὁ αὐτ. 6. 17· ἐπάγεσθαί τινας ἐπ’ ὠφελίᾳ, πρὸς βοήθειαν, ὡς βοηθούς, ἐπικούρους, ὁ αὐτ. 1. 3, πρβλ. 3. 58· ἀποχρῆσθαι τῇ ἑκατέρου ἡμῶν ὠφελίᾳ. κάμετε πλήρη χρῆσιν τῆς βοηθείας, ἣν ἑκάτερος ἡμῶν δύναται νὰ παράσχῃ, ὁ αὐτ. 6. 17· οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, οὐχὶ δι’ ὠφέλειαν ἥτις νὰ συνᾴδῃ πρὸς τοὺς ὑπάρχοντας νόμους, (ἔνθα τὸ ὠφελίας ἰσοῦται τῷ ὠφελίας ἕνεκα) ὁ αὐτ. 3. 82, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 31· οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδ’ ὠφελείας, οὐδ’ ἄλλης βοηθείας, Πλάτ. Λῦσ. 217Α, πρβλ. Πολ. 559Β. ΙΙ. χρησιμότης, ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, βούλευμα ἀπ’ οὗ... ἔμελλε οὐδεμία ὠφελίη ἔσεσθαι Ἡρόδ. 5. 98· εἴ τις ὠφέλειά γε Σοφ. Ἠλ. 944· τήν κοινὴν ὠφ. φυλάξαι, τὸ κοινὸν πάντων συμφέρον, Θουκ. 6. 80· τίς ἂν εἴη ἡμῖν ὠφ. εἰδόσιν αὐτό; Πλάτ. Χαρμ. 167Β· ἀντίθετον τῷ βλάβη, Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 13, Πλάτ., κλπ.· τῷ ζημία, Ξέν. Ἀπομν. 2. 3, 6· ἐπ’ ὠφελείᾳ ἐστὶ ἢ γίγνεταί τι αὐτόθι 1. 4, 4· - μετὰ γενικῆς ὑποκειμενικῆς, τὴν ὠφ. τὴν τῶν τειχέων, τὴν χρησιμότητα αὐτῶν, Ἡρόδ. 7. 139· μετὰ γεν. ἀντικειμενικῆς, ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν φίλων, πρὸς ὠφέλειαν τῶν φίλων, πρὸς ὄφελος αὐτῶν, Πλάτ. Πολ. 334Β· ὠφελείας ἕνεκα αὐτόθι 398Β· χάριν Πολύβ. 3. 82, 8· ἐναντία τῇ αὑτοῦ ὠφ. Ἀνδοκ. 20. 4· ἐν ὠφ. ἐστί, εἶναι ὠφέλιμον, Ξεν. Πόροι 4, 35· μετὰ τὸ ὠφελεῖν, πρβλ. ὠφελέω Ι, 5. 2) πηγὴ ὠφελείας ἢ κέρδους, ὠφέλεια, συχν. ἐν τῷ πληθ., τὰς ὠφ. τὰς ἐκ τῆς στρατείας.. ἐσομένας Ἰσοκρ. 43Ε αἱ κοιναὶ ὠφ. Λυσί. 157. 34· αἱ ὑπό τινος γιγνόμεναι Ἰσοκρ. 46C· εὐεργεσίαι καὶ ὠφ. Πλάτ. Γοργ. 509C· ὠφ. τε καὶ βλαβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 332D· αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοῖς ὠφ. Δημ. 200. 6. 3) ὠφέλεια προερχομένη ἐκ τοῦ πολέμου, Πολύβιος 2. 3, 8., 3. 82, 8· ὠφέλεια καὶ λεία Πλούτ. 2. 255Β· ὠφελείας ἀθροίζειν ὁ αὐτ. ἐν Κλεομέν. 12· πολλῆς ὠφ. κυριεύειν Διόδ. 15. 36· τὴν χώραν γέμειν ὠφελείας Πολύβ. 3. 80, 3· δι’ ὠφελείας τίθεσθαι τὰ χρήματα, θεωρεῖν αὐτὰ ὡς λείαν, Διονύσ. Ἁλ. 7. 37· οὕτως ἐν τῇ θήρα, κυνήγιον, θήραμα, Ξεν. Κυνηγ. 6, 4· οὕτως ἐπὶ κλέπτου, ὠφ. ἑτοίμην καὶ παρεσκευασμένην ἀφῆκε Ἀντιφῶν 115. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. secours, aide, assistance en gén. : ὠφελίαν προσλαμβάνειν THC recevoir assistance ; particul. secours de guerre;
II. utilité, avantage :
1 au sens abstrait, en gén. : ἀπ’ οὐ ἔμελλε οὐδεμία ὠφελίη ἔσεσθαι HDT d’où il ne devait résulter aucun avantage ; ἀπ’ ὠφελείᾳ ἐστί ou γίγνεταί τι XÉN qch est ou se produit à l’avantage de ; τὴν κοινὴν ὠφελίαν φυλάξαι THC veiller à l’intérêt commun;
2 au sens concret (d’ord. au plur.) αἱ ὠφέλειαι avantages, profits ; particul. services rendus ; αἱ κοιναὶ ὠφέλειαι LYS les ressources communes, les ressources de l’État;
3 en mauv. part butin.
Étymologie: ὠφελέω.