ἀνασείω

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασείω Medium diacritics: ἀνασείω Low diacritics: ανασείω Capitals: ΑΝΑΣΕΙΩ
Transliteration A: anaseíō Transliteration B: anaseiō Transliteration C: anaseio Beta Code: a)nasei/w

English (LSJ)

poet. ἀνασσείω, Ep. impf.

   A ἀνασσείασκε h.Ap.403:— shake back, ἀνασείοντά τε κόμας E.Ba.240; swing to and fro, brandish, αἰγίδα Hes.Sc.344; ἀ. τὰς χεῖρας wave the hands, Th.4.38; ἀ. φοινικίδας Lys.6.51.    2 brandish at one, threaten with, εἰσαγγελίαν D.25.47; βοὴν Ar.Ach.347 (παρὰ προσδοκίαν).    3 shake out, ὑδρίαν IG2.104a36 (iv B. C.); πάντα κάλων shake out every reef, Ph. 1.327, al.; ἀ. τὰ ἱστία Philostr.VA6.12, cf. VS2.32; πάσας τὰς ἡνίας Poll.1.214; τὴν χλαμύδα Philostr.Im.1.6.    II stir up, τὰ πλήθη Phld.Rh.2.290 S., cf. D.H.8.81, D.S.13.91, Ev.Marc.15.11, Ev.Luc. 23.5:—Pass., to be incited, encouraged, c. inf., PTeb.28.20 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 207] auf-, in die Höhe schütteln, schwingen, αἰγίδα Hes. Sc. 344; ἀνασσείασκε H. h. Apoll. 403; ἱστία, die Segel aufhissen, Philostr.; übertr., βοήν Ar. Ach. 328. Bei Alciphr. 3, 40 κόμην αὐχμηρὰν ἀνασείων von struppig aufgerichteten Haaren; vgl. Eur. Bacch. 240. 928; τὰς χεῖρας, die Arme emporheben, Thuc. 4, 38. – Durch Emporhalten und Schütteln drohen, φοινικίδας, von den Priestern, welche einen feierlichen Fluch aussprachen, Lys. 6, 51; εἰσαγγελίαν, mit einer Anklage drohen, Dem. 25, 47. Bei Sp. aufwiegeln, λαόν N. T.; πλῆθος D. Hal. 8, 81; D. Sic. 14, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασείω: ποιητ. ἀνασσείω: Ἰων. παρατ. ἀνασσείασκε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 403: (ἴδε σείω). Σείω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνασείοντά τε κόμας Εὐρ. Βάκχ. 240: - ἀνασείω τῇδε κἀκεῖσε, πάλλω, αἰγίδα Ἡσ. Ἀσπ. 344· ἀν. τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω ὡς σημεῖον, Θουκ. 4. 38· ἀν. φοινικίδα Λυσ. 107. 40, πρβλ. φοινικὶς 4· - τὸ ἀν. βοὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347, φαίνεται ὅτι εἶναι κωμικὴ φράσις ἀντὶ ἱστάναι βοήν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ προηγηθέντα ἐκσέσεισται καὶ σειστός. 2) ἐπισείω, ἀπειλῶ, εἰσαγγελίαν Δημ. 784. 22, πρβλ. προσανασείω. 3) ἀνατινάσσω, πλέομεν ἀνασείσαντες πάντα κάλων, τ. ἔ. ἀφοῦ ἀνεπετάσαμεν πᾶν ἱστίον, Πολυδ. 1. 107· ἀν. τὰ ἱστία ὁ αὐτ. 103· πάσας τὰς ἡνίας αὐτόθι 214· τὴν χλαμύδα Φιλόστρ. 772. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἀναταράττω, τὸ πλῆθος Διον. Ἁλ. 8. 81, Διόδ. 13. 91, Κ. Δ., ἴδε Wess. Διοδ. 1. 615.

French (Bailly abrégé)

I. (ἀνά, en haut);
1 agiter en haut : τὰς χεῖρας THC lever les mains et les agiter (pour faire signe) ; p. anal. βοήν AR pousser les hauts cris ; fig. εἰσαγγελίαν DÉM agiter devant qqn la menace d’un procès;
2 fig. soulever : τὸ πλῆθος DH la foule;
II. (ἀνά, en arrière) agiter en arrière : κόμας EUR secouer sa chevelure en arrière;
III. (ἀνά, à rebours) déployer (des voiles).
Étymologie: ἀνά, σείω.