ἰσοτελής
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ές (gen. sg. ἰσοτελοῦ (sic), Epigr.Gr.48), (τέλος)
A bearing equal burdens; at Athens and elsewh., of a favoured class of μέτοικοι, subject to the same taxation as the citizens, Lys.Fr.225 S., Is.Fr.45, D.20.29, Arist.Ath.58.2, IG22.276.15,al., cf. SIG742.44 (Ephesus, i B.C.); of freedmen, IG9(1).412 (Aetolia), Hsch. II metaph., of Hera, [τῷ Διΐ] ἰ. his consort, Orph.Fr.163.
German (Pape)
[Seite 1267] ές, gleiche Staatslasten tragend, so hießen in Athen diejenigen Schutzverwandten, μέτοικοι, welche den eigentlichen Bürgern am nächsten standen, keines προστάτης bedurften, kein Schutzgeld, μετοίκιον, zahlten und Grundeigenthum erwerben durften, die deswegen aber auch gleiche Lasten mit den Bürgern trugen, ohne in den Volksversammlungen mitstimmen zu dürfen u. Aemter erlangen zu können. S. Böckh's Staatshaush. II p. 77; Hermann's Staatsalterth. §. 116; Harpocr. u. Ruhnk. ad Tim. p. 151, wo es ὁ χωρὶς ζημίας ἐπιδημῶν ἴσα τοῖς πολίταις erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτελής: -ές, (τέλος) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο μετὰ τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν μετοίκιον, καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν οὔτε ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: ἐνίοτε τὸ προνόμιον τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
propr. qui paie des contributions égales ; οἱ ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.
Étymologie: ἴσος, τέλος.