δειλός

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλός Medium diacritics: δειλός Low diacritics: δειλός Capitals: ΔΕΙΛΟΣ
Transliteration A: deilós Transliteration B: deilos Transliteration C: deilos Beta Code: deilo/s

English (LSJ)

ή, όν, (δέος):    I of persons, cowardly, opp. ἄλκιμος, Il. 13.278; opp. ἀνδρεῖος, Pl.Phdr.239a, etc.: hence, vile, worthless, Il. 1.293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Od.8.351; opp. ἐσθλός, lowborn, mean, Hes.Fr.164; πλοῦτος καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B. 1.50; ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴσιν Eup.289; of animals, Hdt.3.108: c.gen., δειλὸς μυάγρης afraid of .., AP9.410 (Tull. Sab.): c.inf., ib.6.232 (Crin.). Adv.-λῶς Theoc.Adon.15, Plu.2.26b.    2 more commonly, miserable, wretched, with a compassionate sense, δειλοὶ βροτοί poor mortals! Il.22.31, al.; ἆ δειλέ poor wretch! ἆ δειλοί poor wretches! 17.201, Od.20.351; ἆ δειλὲ ξείνων 14.361; Πατροκλῆος δειλοῖο Il.17.670.    II of things, miserable, wretched, γῆρας Hes.Op.113; δ. δ' ἐνὶ πυθμένι φειδώ ib.369; τὰ δ. κέρδη S.Ant.326; ἔργα, λόγος, etc., Thgn.307, E.Andr.757, etc.: Comp., Longin.2.1: Sup., Ar.Pl.123: neut. pl. as Adv., ὀχλεῖ μοι δειλὰ ὁ Τρωΐλος PIand. 11.4 (iii A.D.).—Trag. use δειλός chiefly in former sense, δείλαιος in latter.

German (Pape)

[Seite 537] (entstanden aus δεΙ-λο'Σ, Wurzel δε = δι, verwandt δέος, δείδω), a) furchtsam, feig, Ggstz von ἄλκιμος, Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Ggstz θρασύς Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, σμίνθος – οὐδὲ μυάγρης δειλός Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; δειλός τε καὶ οὐτιδανός Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Ggstz von ἀγαθός u. ἀμείνων, 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswerth, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ δειλός, weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies δείλαιος. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.

Greek (Liddell-Scott)

δειλός: -ή, -όν, (δέος) Ι. ἐπὶ προσώπων, ἄνανδρος, «φοβιτσιάρης», ἄψυχος, ἀντίθετον τῷ ἄλκιμος, Ἰλ. Ν. 278· ἐντεῦθεν, κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, φαῦλος, πρόστυχος, μηδαμινός, Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, ἔνθα ἴδε Nitzsch.· καὶ ὡσαύτως, ἀντίθ τῷ ἐσθλός, καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. ἀγαθός Ι. 1·― δειλός τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 6. 232. 2) συνηθέστερον, ἄθλιος, ἀτυχής, ταλαίπωρος, Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! οὕτως, ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυστυχής, ἐλεεινός, γῆρας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, λόγος, κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ δειλός κυρίως ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. δεινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. craintif, d’où
1 timide ; en parl. de plantes δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;
2 lâche;
II. p. ext. :
1 vil, méprisable;
2 bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;
3 en gén. faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.
Étymologie: R. ΔϜι, craindre ; v. δείδω.