λευκανθής
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ές,
A white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white, καπνός Pi.N.9.23 (dub.); λ. κάρα S.OT742, cf. AP12.165 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 33] ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).
Greek (Liddell-Scott)
λευκανθής: -ές, (ἀνθέω) ἔχων λευκὸν ἄνθος, Νικ. Θηρ. 530· καθόλου, κατάλευκος, σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς κάρα, δηλ. ὅπερ ἀρτίως ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 à fleur blanche;
2 fig. blanchi, blanc.
Étymologie: λευκός, ἄνθος.
English (Slater)
λευκανθής
1white flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)