ἄβυσσος

From LSJ
Revision as of 11:43, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβυσσος Medium diacritics: ἄβυσσος Low diacritics: άβυσσος Capitals: ΑΒΥΣΣΟΣ
Transliteration A: ábyssos Transliteration B: abyssos Transliteration C: avyssos Beta Code: a)/bussos

English (LSJ)

ον,

   A bottomless, unfathomed, πηγαί Hdt.2.28; ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A.Supp.470; χάσματα E.Ph.1605; λίμνη Ar.Ra.137: generally, unfathomable, boundless, πλοῦτος A.Th.948; ἀργύριον Ar. Lys.174; φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον A.Supp.1058.    II ἡ ἄ. the great deep, LXX Ge.1.2, etc.: the abyss, underworld, Ev. Luc.8.31, Ep.Rom.10.7, Apoc.9.1, etc.; the infinite void, PMag.Par. 1.1120, cf. PMag.Lond.121.261.

German (Pape)

[Seite 5] 1) grundlos, vom Wasser, Νείλου πηγαί Her. 2, 28; λίμνη Aristoph. Ran. 137; Ταρτάρου χάσματα Eur. Phoen. 1599; übertr., ἄτης πέλαγος Aesch. Suppl. 465; πέλαγος ἀβύσσων πραγμάτων Luc. Astrol. 15; unermeßlich, πλοῦτος Aesch. Spt 931; ὄψις Suppl. 1044; ἀργύριον Aristoph. Lys. 174. – 2) ἡ ἄβυσσος, N. T., der Abgrund, die Hölle.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβυσσος: -ον, ἄνευ βυθοῦ, πυθμένος, μὴ μετρηθεὶς τὸ βάθος. ― Νείλου πηγαί, Ἡρόδ. 2. 28. ― ἄτης ἄβυσσον πέλαγος Αἰσχύλ. Ἱκ. 470. Συνήθως = ἀμέτρητος, ἀπέραντος, ἀχανής, ἄπειρος, ὡς τὸ βαθύς· ― ἄβ. πλοῦτος. Αἰσχύλ. Θ. 950. ἀργύριον. Ἀριστοφ. Λυσ. 174· φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1059· ― λίμνη, Ἀρ. Βάτ. 131· ― χάσματα, Εὐρ. Φοιν. 1599· πέλαγος, ἀβ. πραγμάτων, Λουκ. ἀστρολ. 15. ΙΙ. ἡ ἄβυσσος, ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ θάλασσα. Ἑβδ. (Ἡσ. μδ΄ 27)· ἡ κόλασις, ὁ ᾅδης. Εὐαγ. Λουκ. η΄ 31. Ἀποκάλ. θ΄ 1 κτλ. (περὶ τῆς ῥίζης ἴδ. βαθύς).

French (Bailly abrégé)

ον, ον :
sans fond, d’une profondeur immense.
Étymologie: ἀ, βυσσός.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [voc. ἄβυσσε PMag.62.29]
I 1insondable, que no tiene fondo αἱ ἄ ... πηγαὶ τοῦ Νείλου Hdt.2.28, Ταρτάρου ... εἰς ἄβυσσα χάσματα E.Ph.1605, ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A.Supp.470, λίμνη Ar.Ra.138
abisal ὕλης οὐρανίης <τε> καὶ ἀστερίης καὶ ἀβύσσου Orph.Fr.843.
2 fig. insondable, infinito γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος una riqueza sin fondo, consistente en tierra (irón.), A.Th.949, ἀργύριον Ar.Lys.174, ὄψις A.Supp.1058, πλῆθος Dam.in Prm.189, ὕλη Procl.in Ti.1.175.19.
II subst.
1 τὸ ἄ. abismo κατῆλθες μέλαν Πλουτέως ἄβυσσον epigr. en D.L.4.27.
2 ἡ, αἱ ἄ. el abismo, lo profundo, el mundo subterráneo y primigenio frec. op. al cielo y la tierra σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου LXX Ge.1.2, ἄνοιγε Ὄλυμπε ... ἄνοιγε ἄβυσσε PMag.l.c., cf. 31, 7.261
visto como un submundo consistente en agua αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου LXX Ge.7.11, 8.2, LXX De.8.7, cf. Corp.Herm.3.1, 16.5, PMag.4.1120, T.Leu.3.9, Cat.Cod.Astr.8(2).173.29
residencia de los muertos, LXX Ps.106.26, Ep.Rom.10.7, de los espíritus rebeldes Eu.Luc.8.31, cf. Apoc.20.3, ἡ ἀ. τῶν κακῶν Gr.Nyss.Paup.1.106.24, del Anticristo Apoc.11.7, de Abadón ἄγγελος τῆς ἀβύσσου Apoc.9.11.
3 ἡ ἄ. profundidad, inmensidad ἡ τῆς διδασκαλίας ἄ. Gr.Nyss.M.46.836C.

• Etimología: *βύθιος, c. ἀ- priv.