ψό

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.    II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].