μελλόνυμφος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόνυμφος Medium diacritics: μελλόνυμφος Low diacritics: μελλόνυμφος Capitals: ΜΕΛΛΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: mellónymphos Transliteration B: mellonymphos Transliteration C: mellonymfos Beta Code: mello/numfos

English (LSJ)

ον,

   A about to be betrothed or wedded, esp. of females, S.Ant.633, D.C.58.7, Epigr.Gr. 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, Phryn.Com.78 (prob. for -νύμφιος), Lyc.174: in S.Tr.207 (lyr.), ἀνολολυξάτω (-ύξετε codd.) δόμοις . . ὁ μελλόνυμφος, we shd. read either δόμος . . ὁ μ. the maidens of the household or δόμοις . . ἁ (sc. κλαγγά) the shout of the maidens.

German (Pape)

[Seite 125] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόνυμφος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, κυρίως ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ μελλόνυμφος, τὸ μελλόνυμφος δέον νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω δόμος· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ μελλονυμφίος διορθωτέον μελλόνυμφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nubile;
2 qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.
Étymologie: μέλλω, νύμφη.

Greek Monolingual

-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM μελλόνυμφος, -ον, θηλ. και μελλονύμφη)
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα
αρχ.
(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ μελλόνυμφος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος, παρά-νυμφος].