ἐκδιδάσκω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
poet. aor.
A -διδάσκησα Pi.P.4.217:—teach thoroughly, τινά Sapph.71, Th.6.80, Pl.Prt.328e, etc.; ἐ. πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος A.Pr.981; λέγ' ἐκδίδασκε ib.698, etc.; ἐ. τινά τι Pi.l.c., S.OC1539, Antipho 5.14, Theoc.6.40:—Med., have another taught, of the parents, Hdt.2.154, E.Med.295, Pl.Ep.360e:—Pass., c. inf., S.Tr. 1110, etc.; αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται Id.El.621; ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον..having learnttoo late from those at home, Id.Tr.934. 2 c. acc. pers. et inf., to teach one to be so and so, εἶναι κακήν Id.El.395, cf. Ant.298; ἐπιθυμεῖν (sc. αὐτοὺς) ἐξεδίδαξα Ar.Ra.1026: with inf. omitted, γενναίους ἐ. ib.1019. 3 explain, expound, ἐ. ὡς.. Hdt.4.118, S.OT1370: abs., ἐ. σαφῶς Com.Adesp. 14.9 D.
German (Pape)
[Seite 757] (s. διδάσκω, aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), gründlich lehren; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιδάσκω: μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― διδάσκω ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος, εἶναι κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα αὐτόθι 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. διδάσκω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκδιδάξω, ao. ἐξεδίδαξα;
enseigner à fond : τινά τι qch à qqn ; Pass. être instruit ou s’instruire de, gén. ; avec un suj. de chose, être enseigné;
Moy. ἐκδιδάσκομαι faire instruire, acc..
Étymologie: ἐκ, διδάσκω.
English (Slater)
ἐκδῐδάσκω (on the aor. -ησα, v. West on Hes., Theog. p. 88.)
1 teach c. dupl. acc. λιτάς τ' ἐπαοιδὰς ἐκδιδάσκησεν (sc. Ἀφροδίτα) σοφὸν Αἰσονίδαν (P. 4.217)