ἀναπάλλω

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

poet. ἀμπάλλω, Ep. aor. part. ἀμπεπαλών:—

   A swing to and fro, ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος Il.3.355, etc.; ἀμπάλλειν κῶλα, i. e. dance, Ar.Ra.1358; ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ . . μαινάδας urged them on, E.Ba.1190; κλήρους εἰς ἄγγος ἐμβαλοῦσαι ἀνέπηλαν Ant.Lib.10.3:—Med., αἳ . . αἰθέρα ἀμπάλλεσθε agitate it as you fly, E. Or.322:—Pass., dart, spring or bound up, ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ φρικὸς . . ἀναπάλλεται ἰχθύς . . ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο Il.23.692, cf. Eun.Hist.p.239D., Agath.3.16, 4.18:—Il. l. c. proves that the sync. aor. ἀνέπαλτο (also found in Il.8.85, 20.424, cf. ἀνὰ δ' ἔπαλτ' ὀρθῷ ποδί Pi.O.13.72, and metaph., νεῖκος ἀνέπαλτο B.10.65) must be referred to this Verb (cf. ἔκπαλτο, ἐνέπαλτο, κατέπαλτο); but part. ἀνεπάλμενος is formed from ἀνεφάλλομαι in A.R.2.825; those who, like Heyne, refer it to ἀνεφάλλομαι, write it ἀνεπᾶλτο (cf. ἐπᾶλτο): —aor. Med. ἀνεπήλατο Mosch.2.109: aor. part. Pass. ἀναπαλείς Str.8.6.21.    II ἀναπάλλων (sc. σεισμός), ὁ, an earthquake with an upward movement, Arist. Mu.396a8.

German (Pape)

[Seite 200] auf-, in die Höhe schwingen, ἔγχος ἀμπεπαλὼν προΐει Il. 3, 355 Od. 24, 522, nachdem er die Lanze rückwärts emvorgeschwungen; Ar. Ran. 1354 τὰ κῶλα ἀμπάλλετε, zum Tanz; aufregen, ἀνέπηλεν Μαινάδας ἐπὶ θῆρα τόνδε Eur. Bacch. 1188; aufschwingen, Plut. Galb. 27. – Med. u. pass., sich in die Höhe schwingen, aufspringen, ἀναπάλλεται ἰχθύς Il. 23, 692; ἀνέπαλτο 20, 424; vom Pferde, sich bäumen, 8, 85 (s. über diese Form Spitzner zur Il. Exc. XVI, der auch die Stellen der sp. D. anführt); die Formen ἀναπηλήσας, H. h. Merc. 41, u. ἀνεπήλατο, Mosch. 2, 109, sind zw.; – ἀναπαλείς hat Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπάλλω: ποιητ. ἀμπάλλω: Ἐπ. ἀόρ. μετ. ἀμπεπαλών. Πάλλω, τῆδε κακεῖσε, ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, ἀφοῦ ἐκίνησε πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω τὸ δόρυ οὕτως ὥστε νὰ ῥίψῃ αὐτὸ μετὰ μείζονος δυνάμεως (καὶ εὐθυβολίας), Ἰλ. Γ. 355, κτλ.· ἀμπάλλειν κῶλα, κινεῖν τῇδε κακεῖσε τὰ μέλη τοῦ σώματος, τοῦτ’ ἔστιν ὀρχεῖσθαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1358· ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ ... μαινάδας, παρώρμησεν, ἐξήγειρεν, Εὐρ. Βάκχ. 1190: - Μέσ., αἳ ... αἰθέρα ἀμπάλλεσθε, ἀνακινεῖτε αὐτὸν πετόμεναι, ὁ αὐτ. Ὀρ. 322: - Παθ., ἀνατινάσσομαι, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ φρικός ... ἀναπάλλεται ἰχθύς, ... ὥς πληγεὶς ἀνέπαλτο Ἰλ. Ψ. 692· - ἐκ τοῦ χωρίου τούτου ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ συγκεκομ. ἀόρ. ἀνέπαλτο (εὑρισκόμενος ὡσαύτως ἐν Ἰλ. Θ. 85, Υ. 424, Πινδ. Ο. 13. 102), πρέπει νὰ ἀποδοθῇ εἰς τοῦτο τὸ ῥῆμα καὶ οὐχὶ εἰς τὸ ἀνεφάλλομαι (πρβλ. τοὺς τύπους ἔκπαλτο, ἐνέπαλτο, κατέπαλτο)· καὶ ὅμως Ἀπολλ. ὁ Ρόδ. φαίνεται ὅτι παρήγαγε τὸν ἐν λόγῳ τύπον ἐκ τοῦ δευτέρου τούτου ῥήματος, ἐπειδὴ μεταχειρίζεται τὴν μετοχὴν ἀνεπάλμενος (2. 825)· ὅσοι ἀναφέρουσι τὸν προκείμενον τύπον, ὡς ὁ Heyne, εἰς τὸ ἀνεφάλλομαι, γράφουσιν αὐτὸν ἀνεπᾶλτο (πρβλ. ἐπᾶλτο)· ἴδε Spitzn. Exc. XVI. ad II.: - Ὁ Μόσχ. 2. 109 ἔχει τὸν μέσ. ἀόρ. ἀνεπήλατο (ἔνθα ἄλλοτε ἀνεπίλνατο)· μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀναπαλεὶς Στράβ. 379. ΙΙ. ἀναπάλλων, ὁ, σεισμὸς ἔχων κἰνησιν πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπαλῶ, ao. ἀνέπηλα ; part. ao.2 Pass. ἀναπαλείς;
agiter d’avant en arrière et d’arrière en avant : ἔγχος IL brandir une javeline;
Moy. ἀναπάλλομαι s’élancer en haut, bondir.
Étymologie: ἀνά, πάλλω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀμπεπαλῶν, aor mid. ἀνέπαλτο: I. act., brandish (drawing) back; ἀμπεπαλὼν (‘having poised and drawn back’) προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, Il. 3.355, etc.—II. mid. and pass., be flung up, leap up, Il. 23.692, , Θ , Il. 20.424.