καταπτήσσω
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
fut. -πτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2
A καταπτήτην Il.8.136: poet. aor. part. καταπτᾰκών A.Eu.252 (cf. καταπλακών): pf. κατέπτηκα LXXJo.2.24 (v.l. -έπτηχε), Did.in D.11.25, Them.Or.24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.Per.25, Gal.5.510; Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc.265: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27; διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7. 2 c. acc., cower beneath, ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτήσσω: μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252˙ (πρβλ. καταπλακών)˙ πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.˙ ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.˙ (ἴδε πτήσω)˙ «ζαρώνω», κάθημαι «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Θ. 136˙ καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191˙ κατά δ’ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Ὀδ. Θ. 190˙ λιμῷ καταπεπτηυῖα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. προσπτήσσω, ὑποπτήσσω)˙ ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν Δημ. 42. 22˙ γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.˙ δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50˙ ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ ὑπήκοον καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6˙ μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ μέγεθος ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
French (Bailly abrégé)
f. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα;
I. au propre se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;
II. fig. 1 craindre, redouter, acc.;
2 être saisi d’admiration, admirer, acc..
Étymologie: κατά, πτήσσω.
English (Autenrieth)
aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.