πότμος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότμος Medium diacritics: πότμος Low diacritics: πότμος Capitals: ΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: pótmos Transliteration B: potmos Transliteration C: potmos Beta Code: po/tmos

English (LSJ)

ὁ, (πίπτω) poet. word,

   A that which befalls one, lot, destiny:    1 in Hom. always of evil destiny, esp. of death; of the killer, πότμον ἐφῆκε, ἐφήσω, Il.4.396, Od.19.550; or of the killed, πότμον ἐπισπεῖν Il.6.412, Od.2.250, al.; θάνατον καὶ π. ἐπισπεῖν Il.2.359, 20.337, al.; also θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν 7.52, Od.4.562, al.; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον 11.197; αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Il.4.170, cf. 11.263; also πότμον ἐφάψαι, = π. ἐφεῖναι, Pi.O. 9.60, cf. B.5.158, etc.; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, of the Dioscuri who lived on alternate days, Pi.N.10.57.    2 after Hom. without a sense of evil, π. συγγενής one's natural gifts, ib.5.40; εὐτυχεῖ π. A.Pers.709; καλλίπαις π. Id.Ag.762 (lyr.), cf. 1005 (lyr.); π. ξυνήθης πατρός my father's customary fortune, S.Tr.88; π. ἄποτμος E.Hipp. 1143 (lyr.); τίνα ποτ' Ἠλέκτρα πότμον εἴληχε βιότου; Id.IT913; θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Arist.Fr.Lyr.6.4.    II personified, Destiny, ὁ μέγας Π. Pi.P.3.86. [The first syll. long in Hom., but sts. short in later poets, IG9(1).871 (Corc., iii B.C.), Orph.A.1291; commonly short in Trag., but long in S.Tr.88, Fr.871.1.]

German (Pape)

[Seite 690] ὁ (πετ, πίπτω), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, Schickfal; gew. Unglück, bes. Todesloos, Todesgeschick, in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον ἐπισπεῖν, Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι μοῖρα θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, 7, 52; ἐπεί κ' Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein Loos; ὁ πότμος συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; πότμος συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐθυπορῶν, Aesch. Ag. 977; διχόφρων, Spt. 881; Soph. u. Eur., τίνα πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]

Greek (Liddell-Scott)

πότμος: ὁ, (√ΠΕΤ, πίπτω)· ― ποιητικ. λέξις, ὅ,τι πίπτει εἴς τινα, ὁ κλῆρος, ἡ μοῖρα, ἡ τύχη τινός: 1) Συνήθως ἐπὶ κακῆς μοίρας, καὶ συχνάκις ὡς αἱ λ. μοῖρα, μόρος, ἐπὶ θανάτου· οὕτω παρ’ Ὁμ. ἀείποτε εἴτε ἐπὶ τοῦ φονέως, πότμον ἐφεῖναι Ἰλ. Δ. 396, Ὀδ. Τ. 550· εἴτε ἐπὶ τοῦ φονευομένου, πότμον ἐπισπεῖν Ἰλ. Ζ. 412, Ὀδ. Β. 250, κτλ.· ὁ Ὅμ. συνάπτει ὡσαύτως θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν Ἰλ. Β. 359, Υ. 337, κτλ.· σπανιώτερον θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Ἰλ. Η. 52, Ὀδ. Δ. 562· ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον Ὀδ. Λ. 197 (πρβλ. ἑτοῖμος)· αἴ και θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Ἰλ. Δ. 170, πρβλ. Λ. 263· ― ὡσαύτως παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς τραγ., πότμον ἐφάψαι = π. ἐφεῖναι, Πινδ. Ο. 9. 91· πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων οἵτινες ἔζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 106· πότμον εἴληχε βιότου Εὐρ. Ι. Τ. 914. 2) ἄνευ ἐννοίας κακοῦ τινος, π. συγγενής, τὰ φυσικὰ δῶρά τινος, Πινδ. Ν. 5. 74· εὐτυχεῖ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· καλλίπαις π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 762, πρβλ. 1005· π. ξυνήθης πατρός, ἡ συνήθης τύχη τοῦ πατρός μου, Σοφ. Τρῳ. 88· π. ἄποτμος Εὐρ. Ἱππ. 1144· θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. ΙΙ. ὡς πρόσωπον, ἡ Μοῖρα, Πινδ. Π. 3. 153. ― [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ ἐνίοτε βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ. Τρ. 88, Ἀποσπ. 713.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ce qui tombe au sort, d’où
1 sort fatal, mort : πότμον ἐπισπεῖν IL subir la mort;
2 postér. sort, destinée en gén. : πότμος ἄποτμος EUR sort qui n’en est pas un, càd sort funeste.
Étymologie: R. Πετ, tomber ; cf. πίπτω.

English (Autenrieth)

(πετ, πίπτω): that which befalls one, fate, death, always in bad sense in Homer, ἀεικέα πότμον ἐφιέναι τινί, πότμον ἀναπλῆσαι, θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν, Δ 3, Il. 11.263.