κλητεύω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A summon into court, or give evidence that a legal summons has been served, Ar.Nu.1218; τινα D.18.150; τινι Ar.V. 1413, cf. Is.Fr.108, D.32.30:—Med., procure the issuing of the summons, κ. τὴν δίκην Arist.Pr.951a27:—Pass., = ἐκκλητεύεσθαι, Is. l.c.
German (Pape)
[Seite 1452] 1) vor Gericht fordern, vorladen, Dem. 18, 180; bes. Einen, der sich weigert, ein Zeugniß abzulegen, vor Gericht fordern u. ihn zwingen, die Strafe zu bezahlen, ἀναγκάσω αὐτὸν ἢ μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι ἢ κλητεύσω αὐτόν 59, 28; vgl. Poll. 8, 36; – κλητεύεσθαι = ἐκκλητεύεσθαι, Harpocr.; κλητεύεσθαι τὴν δίκην Arist. probl. 29, 13. – 2) Zeuge sein vor Gericht, Harpocr. u. B. A. 272, b; so Ar. Nubb. 1218, τινί Vesp. 1413.
Greek (Liddell-Scott)
κλητεύω: καλῶ εἰς τὸ δικαστήριον ἢ δίδω μαρτυρίαν ὅτι δικαστικὴ κλῆσις ἐδόθη (ἴδε κλητήρ), Ἀριστοφ. Νεφ. 1218· τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1413· πρβλ. Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Δημ. 277. 14., 890. 17· ― Μέσ., προκαλῶ τὴν ἔκδοσιν κλήσεως, Ἀριστ. Προβλ. 29. 13, 2.
French (Bailly abrégé)
citer en justice.
Étymologie: κλητός.
Greek Monolingual
(Α κλητεύω) κλητός
καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.)
αρχ.
1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», Πολυδ.)
2. καταθέτω μαρτυρία στο δικαστήριο, μαρτυρώ («ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ' ἕνεκα νυνὶ χρημάτων ἕλκω σε κλητεύσοντα», Αριστοφ.)
3. μέσ. κλητεύομαι
προκαλώ την έκδοση κλήσεως.