μεριμνάω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνάω Medium diacritics: μεριμνάω Low diacritics: μεριμνάω Capitals: ΜΕΡΙΜΝΑΩ
Transliteration A: merimnáō Transliteration B: merimnaō Transliteration C: merimnao Beta Code: merimna/w

English (LSJ)

   A care for, be anxious about, meditate upon, ἔργον μεριμνῶν ποῖον . . ; S.OT 1124; esp. of philosophers, τὰ <μὲν ἀ>φανῆ μ. Ar.Fr.672; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Lyr.Adesp.135, cf. X.Mem.4.7.6; μ. περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως ib.1.1.14; πολλὰ μ. to be cumbered with many cares, Id.Cyr.8.7.12; τοῖς μεριμνῶσίν τε καὶ λυπουμένοις Apollod.Com.3; μηθὲν τὴν ἀλήθειαν μεριμνᾶν Phld.Rh.1.135 S., cf. 2.143 S.; μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου LXX Ps.37(38).18; μ. εἰς τὴν αὔριον Ev.Matt.6.34: c.inf., to be careful to do, ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν D.21.192: with relat. clause, πολλὰ μ. ὅπως μὴ λάθῃς X.Mem.3.5.23; μεριμνῶ πῶς κλαύσω AP9.148; μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε Ev.Matt.6.25:—Pass., to be treated with anxious care, AP10.52 (Pall.); τράπεζαι πολυτελῶς μεμεριμνημέναι Ath.14.641c; ἔννοια, ἀμφισβήτησις μ., Just.Nov.22.26 Intr., 44.1.3.

German (Pape)

[Seite 134] sorgen, nachdenken, grübeln; c. accus., ἔργον μεριμνῶν ποῖον, Soph. O. R. 1124; vgl. Ep. ad. 408 (IX, 148); οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες, Plat. Rep. X, 607 c, in einer poetischen Stelle, wie es scheint; περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως μεριμνᾶν, Xen. Mem. 1, 1, 4; πολλὰ ὅπως μὴ λάθῃς, 3, 5, 23; Oec. 20, 25; ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν, neben ἐσκεμμένος, Dem. 21, 192; Sp., wie Matth. 6, 25; τὸ σφόδρα μεριμνηθέν, Pallad. 118 in, 52); vgl. Ath. XIV, 641 c.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνάω: μέλλ. -ήσω, φροντίζω περί τινος, εἶμαι ἀνήσυχοςἔμφροντις περί τινος, σκέπτομαι σοβαρῶς περί τινος, ἐξετάζω τι λεπτομερῶς, Λατ. meditari, ἔργον μεριμνῶν ποῖον...; Σοφ. Ο. Τ. 1124· ἰδίως ἐπὶ φιλοσόφων, τὰ μὲν ἀφανῆ μ. Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 61 Bgk· οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες παρὰ Πλάτ. Πολ. 607C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6· ὡσαύτως, μ. περί τινος αὐτόθι 1. 1, 14· πολλὰ μεριμνῶ, εἶμαι κατειλημμένος ὑπὸ πολλῶν μεριμνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 12· τοῖς μεριμνῶσί τε καὶ λυπουμένοις ἅπασα νύξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρὰ Ἀπολλόδωρ. παρὰ Στοβ. 99, 26· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιμελοῦμαι, προσπαθῶ νὰ πράξω τι, ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν Δημ. 576. 23· ὡσαύτως, πολλὰ μ. ὅπως μὴ λάθῃς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 23· - Παθ., γίνομαι τὸ ἀντικείμενον ἀνησύχου φροντίδος ἢ μερίμνης, Ἀνθ. Π. 10. 52, Ἀθήν. 541C· πρβλ. μερμηρίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐμερίμνησα, pf. μεμερίμνηκα;
Pass. ao. ἐμεριμνήθην, pf. μεμερίμνημαι;
s’inquiéter :
1 être inquiet, soucieux, préoccupé de, acc.;
2 s’inquiéter de, chercher avec soin : τι, περί τινος, qch.
Étymologie: μέριμνα.

English (Strong)

from μέριμνα; to be anxious about: (be, have) care(-ful), take thought.