ἡνιοχεύω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Dor. ἁν-, poet. form of ἡνιοχέω,
A act as charioteer, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., direct, guide, πηδαλίῳ . . ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ. Anacr.4: c. acc., χορὸν ἡ. IG3.82a.
German (Pape)
[Seite 1172] ein ἡνίοχος sein, die Zügel halten, die Pferde lenken, fahren, Il. 11, 103. 23, 641 Od. 6, 319, immer absolut; übertr., πόλιν, lenken, regieren, Byz. anath. 3 (IX, 696); δίκης θρόνον 27 (IX, 779); καὶ βασιλεύει Plut. sept. sap. conv. 12; τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις Anacr. bei Ath. XIII, 564 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεύω: Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. τύπος τοῦ ἡνιοχέω, ἐνεργῶ ὡς ἡνίοχος, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, διευθύνω, πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. κρατέω καὶ ἑξ.
French (Bailly abrégé)
c. ἡνιοχέω.
Étymologie: ἡνιοχεύς.
English (Autenrieth)
be charioteer, hold the reins, drive.
Greek Monolingual
ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος
(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)
1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία
2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.