τετίημαι
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[ῐ], an Ep. perf. with no pres. in use,
A to be sorrowful, τετίησθον Il.8.447; elsewh. Hom. always uses part., in the phrase τετιημένος, τετιημένη ἦτορ, Il.11.556, Od.4.804, al., cf. Hes.Th. 163.--We also find the Act. pf. part. τετῐηώς (in same sense) mostly in the phrase τετιηότι θυμῷ, with sorrowing heart, Il.11.555, 17.664, 24.283; also ἷζον τετιηότες 9.13; δὴν δ' ἄνεῳ ἦσαν τετιηότες they were long silent from grief, ib.30,695. (Perh. cogn. with Lat. quies.)
German (Pape)
[Seite 1096] betrübt od. traurig sein, sich grämen; Hom., der nur τετίησθον, Il. 8, 447, u. häufig das particip. τετιημένος braucht, und zwar gew. mit dem Zusatz ἦτορ, wie Hes. Th. 163. – In derselben Bdtg findet sich auch das part. act. τετιηώς, gew. in der Vrbdg τετιηότι θυμῷ, mit betrübtem Gemüthe, Il. 11, 555. 17, 664. 24, 283; ἷζον τετιηότες 9, 13, u. ἦσαν τετιηότες 9, 30. 695. – Es hängt wohl mit τίνω zusammen, strafen, betrübt machen.
Greek (Liddell-Scott)
τετίημαι: Ἐπικός τις παρακείμ. σχηματισθεὶς οἱονεὶ ἐξ ἐνεστῶτος τιέω, ἀλλ’ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, εἶμαι τεταλαιπωρημένος, τεθλιμμένος, τίφθ’ οὕτω τετίησθον, Ἀθηναίη τε καὶ Ἤρη; Ἰλ. Θ. 447· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρος ποιεῖται χρῆσιν πανταχοῦ τῆς μετοχῆς ἐν τῇ φράσει, τετιημένος (ἢ τετιημένη) ἦτορ, λελυπημένος τὴν καρδίαν, Ἰλ. Λ. 556, Ὀδ. Δ. 804, κλπ.· οὕτως, Ἡσ. Θ. 163. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως τὴν μετοχὴν τοῦ ἐνεργ. πρκμ. τετιηὼς (ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τετιηότι θυμῷ, μὲ τεθλιμμένην καρδίαν, Ἰλ. Λ. 555, Ρ. 666, Ω. 283· ὡσαύτως, ἶζον τετιηότες Ι. 13· δὴν δ’ ἄνεῳ ἦσαν τετιηότες, ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἐσιώπων ἐκ τῆς θλίψεως, αὐτόθι 30, 695. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΖ΄, σελ. 281.
English (Autenrieth)
τετίησθον, part. τετιημένος, also act. perf. part. τετιηώς: be troubled, sad; τετιημένος ἦτορ, τετιηότι θῦμῷ, Il. 11.555.
Greek Monolingual
Α
(επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.)
1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» — θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.)
2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» — με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kwei- «προσέχω, παρατηρώ» (πρβλ. τηρῶ «φυλάω, προσέχω», τηρός «φύλακας, προστάτης»). Κατ' άλλους, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kweiә- «ηρεμώ, ευτυχώ» (πρβλ. λατ. quies «ηρεμία, ανάπαυση») μέσω μιας υποθετικής σημ. του ρ. «βουβαίνομαι από αμηχανία ή από δυσαρέσκεια». Οι παραπάνω απόψεις, ωστόσο, δεν θεωρούνται πια πιθανές και ο τ. αποτελεί μάλλον μεμονωμένη περίπτωση].