κυβερνάω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A steer, νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283, cf. Pi.O.12.3 (Pass.), Pl.Plt.298e, etc.: abs., act as helmsman, αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq.544. 2 drive, κ. ἅρματα Pl.Thg.123c; τὸν δρόμον τῶν Ἵππων Hdn.7.9.6. 3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd.291d, etc.; τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100. 4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 (Callipolis). II Med., = Act., κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr.964b17; ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49:—Pass., σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35; μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1; ἡ ἰατρικὴ . . διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp.187a, cf. R.590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.
German (Pape)
[Seite 1522] gubernare, steuern, lenken; νῆα Od. 3, 282; κυβερνῶνται νᾶες Pind. Ol. 12, 2; Plat. Polit. 299 e u. A.; – auch übertr., leiten, regieren; Διὸς νόος κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν Pind. P. 5, 122; πάντα γὰρ σῇ κυβερνῶμαι χερί Soph. Ai. 35; in Prosa, τῆς πόλεως πάντα κυβερνῶσα Plat. Euthyd. 291 d; μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο, das ganze Reich wurde regiert, Xen. Cyr. 8, 8, 1, wie Pol. 6, 4, 2; auch τὸ πῦρ κυβερνώμενον ἀνέμοις, 11, 5, 4. Auch absol., δίκη δὲ κυβερνήσειεν, Antiph. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. gubernare, ἐπὶ πλοίου, ὡς καὶ νῦν, νῆα κυβερνῆσαι Ὀδ. Γ. 283, πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 4, Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε, κτλ.· ἐνεργῶ ὡς κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος, αὐτὸς ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 544. 2) ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππων, κυβ. ἅρματα Πλάτ. Θεάγ. 123C· τὸν δρόμον τῶν ἵππων Ἡρῳδιαν. 7. 9. 3) μεταφορ., ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, Πινδ. Π. 5. 164· σῇ κυβερνῶμαι χειρὶ Σοφ. Αἴ. 35, Ἀντιφῶν 113. 3, Πλάτ. Εὐθύδ. 291D. κτλ.· ἀλλὰ σπανίως ἀφίσταται ἡ ἀρχικὴ σημασία, πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Μέσ., = ἐνεργ., ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Μαρκελλῖν. ἐν Βίῳ Θουκ. σ. 8 Duker. ― Παθ., ἡ ἰατρική... ὑπὸ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Πλάτ. Συμπ. 186Ε· πρβλ. Πολ. 590D, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
diriger : νῆα OD un vaisseau.
Étymologie: orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».
English (Autenrieth)
aor. inf. κυβερνῆσαι: steer, νῆα, Od. 3.283†.
English (Slater)
κῠβερνάω
1 steer, guide τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
English (Slater)
κῠβερνάω
1 steer, guide τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.