θαυμάσιος

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμάσιος Medium diacritics: θαυμάσιος Low diacritics: θαυμάσιος Capitals: ΘΑΥΜΑΣΙΟΣ
Transliteration A: thaumásios Transliteration B: thaumasios Transliteration C: thavmasios Beta Code: qauma/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Ion. θωμ-, rarely ος, ον Luc.Im.19: (v. θαῦμα):—

   A wonderful, marvellous, ὄσσα h.Merc.443; χάρις Hes.Th.584 (nisi neut. pl.); [ὁδὸς] θωμασιωτέρη Hdt.2.21; θωμάσια wonders, marvels, ib.35: Sup. -ώτατα Id.6.47; θαυμάσια ἐργάζεσθαι Pl.Smp.220a; ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια less admired, though admirable, Plu.2.974d: c. inf., τέρας θ. προσιδέσθαι Pi.P.1.26; οὐ θ. [ἐστι] c. inf., Ar.Th.468; ἔστιν δὲ . . τοῦτο . . θ., ὅπως . . Id.Pl.340; θ. τοῦ κάλλους marvellous for beauty, X.An.2.3.9; πρὸς τὴν τόλμαν -ώτατε Aeschin.3.152: with interrog., θαυμάσιον ὅσον exceedingly, Pl.Smp. 217a; θαυμάσι' ἡλίκα D.19.24; τὸ -ώτατον what is most wonderful, D.S.1.63.    2 Adv. -ίως wonderfully, i.e. exceedingly, Ar.Nu. 1240: freq. with ὡς, θ. ὡς ἄθλιος marvellously wretched, Pl.Grg.471a; θ. ἂν ὡς ηὐλαβούμην I should be wonderfully cautious, D.29.1.    3 disposed to wonder, in Adv., ὧν οὐ -ίως γ' ἔχουσι Hp.Morb.Sacr. 1.    II admirable, excellent, with slight irony, Pl.Phdr.242a, D. 19.113: freq. ὦ θαυμάσιε Pl.R.435c, al.; ὦ -ώτατε ἄνθρωπε, in scorn, X.An.3.1.27.    III θ. καὶ ἄλογον strange and absurd, Pl.Grg. 496a; θαυμάσια . . ἐργαζομένους behaving in an extraordinary manner, Id.Ap.35a.

German (Pape)

[Seite 1189] α, ον, Sp. auch 2 Endgn, wie Luc. im. 19, bewunderungswürdig, wunderbar, nach Moeris attisch für das hell. θαυμαστός; Χάρις Hes. Th. 584; H. h. Merc. 443; τέρας θ. προσιδέσθαι Pind. P. 1, 26; Ar. Th. 468. Von Her. 2, 35 an in Prosa sehr gew.; θαυμασιώτατον ἂν εἴη Is. 1, 28; ἐμοὶ θαυμάσιόν τι γέγονεν Plat. Apol. 40 a; oft mit acc., αἱ βάλανοι θαυμάσιαι τὸ κάλλος Xen. An. 2, 3, 15; – θαυμάσιον ὅσον, mirum quantum, Plat. Symp. 217 a; θαυμάσι' ἡλίκα Dem. 19, 24; ὦ θαυμάσιε Plat. Rep. IV, 435 c Phaedr. 260 d u. sonst, mit ironischem Anstrich u. tadelnd: wunderbar, seltsam. – Adv. θαυμασίως, Ar. Nubb. 1240 Plat. Phaed. 60 b u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμάσιος: -α, -ον, Ἰων. θωυμ- ἢ μᾶλλον θωμ-· (ἴδε θαῦμα)· σπαν. ος, ον, Λουκ. Εἰκ. 19· - ἄξιος θαυμασμοῦ, θαυμαστός, ὄσσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 443· χάρις Ἡσ. Θ. 584· θωυμασιωτέρη Ἡρόδ. 2.21· θωυμάσια, θαυμαστὰ πράγματα, θαύματα, αὐτόθι 35, πρβλ, 6. 47· θαυμάσια ἐργάζεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια, ἧττον θαυμαζόμενα, ἂν καὶ εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ, Πλούτ. 2. 974D· - μετ’ ἀπαρ., τέρας θ. προσιδέσθαι Πίνδ. Π. 1. 49· οὐ θαυμάσιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 468· ἐστὶν δὲ.. τοῦτο.. θαυμάσιον, ὅπως.. ὁ αὐτ. Πλ. 340· θαυμάσιος τὸ κάλλος, ἄξιος θαυμασμοῦ ἐπὶ καλλονῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9· πρὸς τὴν τόλμαν θαυμασιώτατος Αἰσχίν. 75. 17· - συχνάκις προστιθεμένου ἀναφορικοῦ, θαυμάσιον ὅσον, θαυμασίως λίαν, mirum quantum, Πλάτ. Συμπ. 217Α· θαυμάσια ἡλίκα Δημ. 348, 28· πρβλ. θαυμαστός· - τὸ θαυμασιώτατον, τὸ ἄξιον μεγίστου θαυμασμοῦ, τὸ τὰ μάλιστα ἀξιοθαύμαστον, Διόδ. 1. 63. 2) Ἐπίρρ. -ίως, θαυμαστῶς, δηλ. σφόδρα, καθ’ ὑπερβολήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1240· συχνάκις προστιθεμένου τοῦ ὡς, θ. ὡς ἄθλιος, θαυμασίως ἄθλιος, Πλάτ. Γοργ. 471Β· θ. ἂν ὡς εὐλαβοίμην, θὰ ἤμην θαυμασίως προσεκτικός, Δημ. 844. 5. ΙΙ. ἄξιος θαυμασμοῦ, ἔξοχος, μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α, Δημ. 375. 24· συχνὸν ἐν προσφωνήσεσιν, ὦ θαυμάσιε, ὡς τὸ ὦ μακάριε, Πλάτ. Πολ. 435C κ. ἀλλ. ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικῶς, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27˙ θ. καὶ ἄλογον, παράδοξον καὶ παράλογον, Πλάτ. Γοργ. 496Α.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 admirable, étonnant, merveilleux ; θαυμάσια HDT des choses merveilleuses ; θαυμάσιος τὸ κάλλος XÉN merveilleux de beauté ; θαυμάσιον ὅσον PLAT merveilleusement (lat. mirum quantum) ; Ὦ θαυμάσιε PLAT mon admirable ami ! ironiq. Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε XÉN homme très admirable !;
2 en mauv. part θαυμάσιον καὶ ἄλογον PLAT étrange et absurde;
Cp. θαυμασιώτερος, Sp. θαυμασιώτατος.
Étymologie: θαῦμα.

English (Slater)

θαυμᾰσιος
   1 wonderful τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (P. 1.26)