Κάστωρ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ορος, ὁ, Castor, Il.3.237, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κάστωρ: -ορος, ὁ, ὑιὸς τοῦ Διὸς (ἢ τοῦ Τυνδάρεω) καὶ τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Πολυδεύκους, Ἰλ. Γ. 237 κἑξ., Ὀδ. Ξ. 204 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
Castor, fils de Zeus ou de Tyndarée et de Léda, frère de Pollux.
Étymologie: κα = κατά et ἀστήρ, litt. la contre-étoile, càd l’astre qui brille à l’opposite de son frère jumeau Pollux = Πολυδεύκης « le très brillant ».
English (Autenrieth)
Castor.—(1) son of Zeus and Leda, brother of Polydeuces and Helen, famed for horsemanship (ἱππόδαμος), as participant in the hunt of the Calydonian boar, and in the Argonautic expedition, Il. 3.237, Od. 11.299 ff.— (2) son of Hylacus, Od. 14.204.
English (Slater)
Κάστωρ (in gen. only, Κάστορος.) son of Leda and Tyndareus, but of Zeus (P. 4.171), half brother to Polydeukes, killed by Idas; the Dioskouroi were worshipped in connection with horseracing, with their principal shrine at Therapnai. ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοί νιν μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος (ἢ ὅτι ἱππικὸς ὁ θεὸς ἢ ὅτι ἐπιφανῶς ἄγουσιν οἱ Κυρηναῖοι τὰ Διοσκούρεια. Σ, cf. v. 21) (P. 5.9)
1 Κάστορος βίαν δέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.61) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος (N. 10.49) ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) (Ζεὺς) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90) Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) Καστ[ Θρ. 6. 5. test., Σ (I. 1.21) †ἀλλ' εὑρήματα Πινδάρου ἐν ὑπορχήμασιν ὡς εὕρημα Κάστορος, ὡς αὐτὸς λέγει (corruptum, cf. Σ (P. 5.10), δοκεῖ δὲ πρῶτος συνωρίδα καταζεῦξαι Κάστωρ) fr. 114.