ἀγαυός
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ή, όν, in Hom. almost always of kings or heroes,
A illustrious, noble, κήρυκες Il.3.268; Περσεφόνεια Od.11.213; πομπῆες noble guides, 13.71, cf. Pi.P.4.72; once in Trag., Πέρσαις ἀγαυοῖς A.Pers.986 (lyr.): Sup. -ότατος Od.15.229. 2 of things, brilliant, glorious, δῶρον h.Merc.442; θρόος Pi.Pae.9.36; esp. of stars, Arat.71, al., Man.2.14 (Sup.):—in late Prose, Hierocl.in CA4p.425M. (Perh. α intens., γαίω, cf. Hdn.Gr.2.166.)
German (Pape)
[Seite 10] ή, όν (Αγαμαι, vgl. γαιω, γαυρός, aaudeo, also Wurzel γαF, VLL. ἔνδοξος), nur p., verehrungswürdig, Περσεφόνεια Od. 11, 213. 226; Beiwort vieler Helden: erlaucht; ganzer Völker, geachtet, berühmt, z. B. Φαίηκες Od. 13, 304, Τρῶες Il. 10, 563; θεράποντες 13, 281, κήρυκες 3, 268, μνηστῆρες Od. oft, die erlauchten; πομπῆες, treffliche Geleiter, Od. 13, 71; superlat. ἀγαυότατος Odyss. 15, 229. Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων. – Hes. οὐρανίωνες, Th. 462; Aesch. Πέρσαι, Pers. 948; Pind. Αἰολίδαι, P. 4, 72; Φυλεύς, Theocr. 25, 55; Orph. oft. Bei Arat. Phaen. 71 u. Maneth. II, 14. 131, ἀγαυότατος ζωδιακός, hell.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαυός: -ή, -όν, Παρ’ Ὁμήρῳ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ βασιλέων ἤ ἡρώων, ἔνδοξος, εὐγενής, ἐπιφανὴς τὴν καταγωγήν, ἀγ. κήρυκες, Ἰλ. Γ. 268· μνηστῆρες, Φαίηκες, Ὀδ.· ἀγαυὴ Περσεφόνεια, Ὀδ. Λ, 213· πομπῆες ἀγαυοὶ = εὐγενεῖς, ἐξαίρετοι ὁδηγοί, Ὀδ. Ν. 71· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Π. 4. 127· καὶ ἅπαξ παρὰ τραγικοῖς, Πέρσαις ἀγαυοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 986 (Λυρ.): - Ὑπερθ. -ότατος, Ὀδ. Ο, 229. 2) ὡς κύρ. ὀνόματα, Ἀγαυός, Ἀγαυή, Ἰλ. Ἡσ., οὐχὶ δὲ Ἄγαυος, Ἀγαύη· ἴδε Ἀρκάδ. 45 καὶ 103. Lehrs de Stud. Aristarch. σ. 293. (περὶ τῆς ῥίζης ὅρα γαίω).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’admiration, noble, magnifique.
Étymologie: ἀ- augm., R. ΓαϜ, briller.
English (Autenrieth)
(ἄγαμαι): wondrous; hence, illustrious, high-born, epith. of honor applied to rulers and nations; freq. to the suitors; to the noble πομπηες, Od. 13.71; to Tith<<>*<>>nus, Od. 5.1; and thrice to Persephone.
English (Slater)
ᾰγαυός
1 illustrious, august ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν (P. 4.72) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον (Pae. 9.36) βασιλῆες ἀγαυοὶ fr. 133. 3.
Greek Monotonic
ἀγαυός: -ή, -όν (α ευφωνικό, γαίω), διαπρεπής, ένδοξος, λαμπρός, ευγενής, σε Όμηρ.· υπερθ. ἀγαυότατος, σε Ομήρ. Οδ.