Νεοπτόλεμος
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
ὁ, surname of Pyrrhus, son of Achilles,
A New-warrior, because he came late to Troy, Il.19.327, Od.11.506: [scanned as quadrisyll. Νεοπτ- syniz. S.Ph.4,241, E.Andr.14, Tr.1126]:—Adj. Νεοπτολέμειος, ον, τίσις Paus.4.17.4.
Greek (Liddell-Scott)
Νεοπτόλεμος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, νέος πολεμιστής, ἐπειδὴ ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος τίσις, Παυσ. 4. 17, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Néoptolème, fils d’Achille.
Étymologie: νέος, πτόλεμος.
English (Autenrieth)
Neoptolemus, the son of Achilles, reared in Scyros, conducts the Myrmidons home from Troy, and weds Hermione, the daughter of Menelāus, Il. 19.327, Od. 3.189, Od. 4.5, Od. 11.520.
English (Slater)
Νεοπτόλεμος (Νεο-, (N. 7.35) ) son of Achilles, capturer of Troy, later king of Molossia, and slain at Delphi. Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ) (N. 4.51) Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν (Νεοπόλεμος Christ) (N. 7.35)
1 τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι (N. 7.103) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν (Pae. 6.102)
Greek Monotonic
Νεοπτόλεμος: ὁ, επώνυμο του Πύρρου, γιου του Αχιλλέα, Νέος Πολεμιστής, επειδή έφτασε αργά στην Τροία, σε Σοφ., Ευρ.