ἀστήρ

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστήρ Medium diacritics: ἀστήρ Low diacritics: αστήρ Capitals: ΑΣΤΗΡ
Transliteration A: astḗr Transliteration B: astēr Transliteration C: astir Beta Code: a)sth/r

English (LSJ)

ὁ, gen. έρος: dat. pl.

   A ἀστράσι Il.22.28,317 (Aristarch.; ἄστρασι Sch.Ven., Choerob.):—star (v. ἄστρον), ἀστέρ' ὀπωρινῷ Il. 5.5; οὔλιος ἀ. 11.62; Σείριος ἀ. Hes.Op.417; ἀ. Ἀρκτοῦρος the chief star in the constellation, ib.565, etc.; shooting star or meteor, Il.4.75; οἱ διατρέχοντες ἀ. Ar.Pax838; ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας Pl.R. 621b, cf. Arist.Mete.341a33, Plu.Agis11.    2 flame, light, fire, E.Hel.1131 (lyr.).    3 ἀστὴρ πέτρινος meteoric stone, Placit.2.13.9.    II metaph. of illustrious persons, etc., φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας E.Hipp.1122 (lyr.); Μουσάων ἀστέρα καὶ Χαρίτων AP7.1.8 (Alc. Mess.)    III star-fish, Hp.Nat.Mul.32, Arist.HA548a7, PA681b9, etc.    IV name of a bird, perh. goldfinch, Dionys.Av.3.2.    V blue daisy, Aster Amellus, Nic.Fr.74.66, Dsc.4.119.    VI Samian clay used as sealing-wax, and in Medicine, Thphr.Lap.63, Dsc.5.153, Gal.12.178, al.    VII architectural ornament, IG4.1484.83 (Epid.), SIG241B111 (Delph., iv B. C.).    VIII bandage, Gal.18 (1).823.    2 name of various remedies, Id.12.761, al.    IX birthmark in form of star, Carcin. ap. Arist.Po.1454b22: in Palmistry, a mark on the hand, τῷ ύ στοιχείῳ παραπλήσιον Cat.Cod.Astr.7.238.28. (Cf. Skt. stár- `star', Lat. stella (from stēr-la), Goth. stairnō.)

German (Pape)

[Seite 376] έρος, ὁ, 1) Stern, überall; Hom. Iliad. 6, 295. 401. 11, 62. 19, 381. 22, 26. 318 Od. 13, 93. 15, 108; Iliad. 5, 5 ἀστέρ' ὀπωρινῷ; dat. ἀστράσι Iliad. 22, 28. 317, auch ἄστρασι betont, s. Scholl. Herodian. 22, 28, vgl. Wolf Anal. II p. 470 Lob. Paralip. 175; Iliad. 4, 75 ist ἀστήρ eine feurige Lufterscheinung, ein Meteor (vgl. δοκίτης); Ar. Ach. 1005 die Sonne. – 2) wie bei uns übertr., von allem Hervorstrahlenden, wie schon Hom. Ἑκτορίδην ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ Il. 6, 401; bes. bei Sp. Von der Aehnlichkeit heißen so noch a) eine Pflanze, Theophr. – b) eine Molluskenart, Meerstern, Arist. – c) ein Singvogel, Opp. Ix. 3, 2. – d) samische Siegelerde, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστήρ: ὁ, γεν. -έρος, δοτ. Πλ. ἀστράσι Ἰλ. Χ. 28. 317: - ἀστὴρ εἷς καὶ μόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄστρον (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπὶ τοῦ ἀστέρος τοῦ λεγομένου κυνός, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ Ἰλ. Ε. 5˙ οὔλιος ἀ. Λ. 62˙ οὕτω Σείριος ἀ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 415˙ ὡσαύτως, ἀ. Ἀρκτοῦρος, ὁ κύριος ἀστὴρ ἐν τῷ ἀστερισμῷ, αὐτόθι 563. κτλ.: - διάττων ἀστὴρ ἢ μετέωρον, Ἰλ. Δ. 75, Πλάτ. Πολ. 621Β οἱ διατρέχοντες ἀστέρες Ἀριστοφ. Εἰρ. 838˙ ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας Πλάτ. Πολ. 621Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 33. 2) φλόξ, φῶς, πῦρ, Εὐρ. Ἑλ. 1131. 3) ἀστήρ πέτρινος, ἀερόλιθος, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53. ΙΙ. μεταφ. , ὡς τὸ ἄστρον, ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, κτλ.˙ ἀστήρ Μουσῶν, Ἀθήνης Valk. Ἱππ. 1122. ΙΙΙ. μαλάκιόν τι θαλασσινόν, κοινῶς «σταυρός», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 20, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 50. IV. εἶδος ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2. V. φυτόν τι, πιθ. τὸ Aster Atticus ἤ τὸ ἐν Ζακύνθῳ καρφόχορτον λεγόμενον, ἴδε Sibthorp., Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Φυτ. 2. 3, 2, Διοσκ. 4. 120. VI. Σαμία γῆ χρησιμεύουσα ὅπου νῦν ὁ σφραγιδόκηρος, Θεοφρ. π. Λίθ. 63. (Πρβλ. ἄστρον, ὡσαύτως τέρας, τεῖρος (signum)Σανσκρ. staras, târâ Λατ. astrum, stella (ὅ ἐ. ster-ula). - Γοτθ. stairnô, Παλαιο-Σκανδιν. stjarna, Ἀγγλοσαξ. steorra (star ἀστὴρ) Παλ. Ὑψ. Γερμ. sterro (Γερμ. stern). Ἐπειδὴ δὲ τὸ α ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν πλὴν τῆς Ἑλλην. καὶ τῆς Λατ. astrum, εἶναι πιθανῶς εὐφων. καὶ ἡ ῥίζα πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τῷ Σανσκρ. STAR (sternere στρώννυμι). - καθ’ ὅσον οἱ ἀστέρες εἶναι κατεστρωμένοι ἐν τῷ οὐρανῷ.).

French (Bailly abrégé)

έρος (ὁ) :
dat. pl. ἀστράσι;
étoile ; p. ext.
1 étoile filante, météore;
2 sorte de pierre précieuse.
Étymologie: ἀ prosth, R. Σταρ ; cf. lat. stella p. *sterula, et astrum.

English (Autenrieth)

έρος, dat. pl. ἀστράσι: star; ἀστὴρ ὀπωρῖνός, the dog-star, Sirius, Il. 5.5; of a ‘shooting-star,’ Il. 4.75.

English (Slater)

ἀστήρ
   1 star ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.75) ὁ μὰν πλοῦτος, ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)

Spanish (DGE)

-έρος, ὁ

• Morfología: [dat. plu. ἀστράσι Il.22.28]
I 1gener. estrella ἐμπρέποντας αἰθέρι ἀστέρας A.A.7, ἀστέρων τινῶν ἐκφανέντων dejándose ver algunas estrellas Th.2.28, ἀστέρων τέθριππος E.Tr.855, ἀστέρων ποικίλματα E.Hel.1096, cf. A.R.1.108, Colluth.349, 350, Diog.Oen.66.2.8, ἀστὴρ μέγας Apoc.8.10
en compar. παῖδα ... ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ un niño parecido a una hermosa estrella, Il.6.401, παμφφαίνονθ' ὥστε ἀστέρα Il.22.26, 28, cf. 6.295, ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν Sapph.34.1, ἀστὴρ ἀρίζαλος estrella brillante Pi.O.2.55, cf. P.3.75, παμφαὴς ἀστήρ esplendorosa estrella Ar.Au.1710, ΄ᾴττοντας ὥσπερ ἀστέρας deslizándose como estrellas Pl.R.621b, ἀστέρι ἴση semejante a una estrella Call.Del.38
de la estrella Sirio Σείριος ἀστήρ Hes.Op.417, ἀστέρ' ὀπωρινῷ Il.5.5, οὔλιος ἀ. Il.11.62
de planetas: de Venus como lucero de la mañana ἀστὴρ ... ὅς τε μάλιστα ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Od.13.93, ἀστέρα τίκτει Ἑωσφόρον Ἠριγένεια Hes.Th.381, ἑῶος ... ἀστήρ E.Fr.929, como lucero de la tarde ἀστὴρ ... Ἕσπερος estrella vespertina, Il.22.317
de Arturo ἀστὴρ Ἀρκτοῦρος Hes.Op.565
de MarteἌρεος ἀ. Nonn.D.13.240, gener. ἀστέρες πλάνητες planetas Arist.Mete.342b31, op. ἀπλανὴς ἀ. estrella fija Autol.Ort.1.2
de las estrellas fugaces οἱ διατρέχοντες ἀστέρες Ar.Pax 833, αἱ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων Arist.Mete.341a33, cf. Plu.Agis 11
κομήτης ἀ. cometa Arist.Mete.343b5
bólido, meteoro οἷον δ' ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς Il.4.75, ἀ. πέτρινος meteorito, Placit.2.13.9
ref. a la estrella de los Magos Eu.Matt.24.29, Eu.Marc.13.25, Apoc.6.13.
2 fig. de pers. estrella, luminaria φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας E.Hipp.1123, Ἴακχε, νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος Iaco, astro luminoso de la fiesta nocturna Ar.Ra.342, Μουσάων ἀ. καὶ χαρίτων AP 7.1.8 (Alc.Mess.), ref. a los atletas milesios AP 7.373.6, τὸν ἀγαπητὸν ἀστέρα τῆς οἰκουμένης Them.Or.16.213a.
3 fig. estrella, destino, CIL 12.915, Hld.2.25.5.
4 fig. de cosas fuego brillante δόλιον ... ἀστέρα λάμψας haciendo brillar (Nauplio) un fuego engañoso E.Hel.1131.
II de cosas en forma de estrella
1 ornamento arquitectónico en forma de estrella, IG 42.102.83 (Epidauro IV a.C.), FD 5.20.4 (IV a.C.)
ἀ. χρύσεος estrella de oro como ofrenda a los dioses, Hdt.8.122.
2 de marcas naturales en el cuerpo antojo en forma de estrella Carcinus 1
en quiromancia rayas de la palma de la mano, Cat.Cod.Astr.7.238.28.
3 medic. n. dado a cierto vendaje Gal.18(1).823.
4 parte de un baño público de hombres SB 9921.16 (III d.C.).
III cien.
1 estrella de mar Hp.Nat.Mul.32, Arist.HA 548a7, PA 681b9.
2 orn. especie de pinzón, acanta, Carduelis elegans D.P.Au.3.2.
3 bot. cierta flor, una especie de margarita, Aster amellus L., Nic.Fr.74.66, Plin.HN 27.36
ἀ. Ἀττικός Dsc.4.19.
4 cierto tipo de tierra de Samos, Thphr.Fr.2.63, usada en medic. con fines curativos, Gal.12.178, Aret.CA 2.2.13, Plin.HN 35.191, Cels.6.6.12, Scrib.Larg.24.

• Etimología: De la raíz *H2ster (H1)- ‘brillar’, cf. het. ḫašter, arm. astł y tb. gót. stairno, córnico sterenn, lat. stēlla, toc. B ścirye.

English (Strong)

probably from the base of στρώννυμι; a star (as strown over the sky), literally or figuratively: star.