ἀντιτείνω
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
fut.
A -τενῶ Pl.R.604a (v.l.):—stretch, strain back, εἰς τοὔπισθεν τὰ σπαπτία Arist.Pr.888a20; τὰς ἡνίας Plu.2.13d. 2 stretch out or offer in return, νήπἰ ἀντὶ νηπίων E.Med.891. II intr., act or strive against, resist, ἐπιβουλίᾳ Pi.N.4.37; τινί Hdt.7.161, Pl.R.547b, etc.; παντὶ λόγῳ Id.Phd.91c; πρός τι Phdr.256a, Arist. EN1126b15 (πρός = with respect to): abs., Hdt.7.219, S.Ant.714, etc.; οὐκ ἀντέτεινον, ἀλλ' εἶκον Hdt.8.3; ὑπείκει καὶ οὐκ ἀ. Pl.Lg.727d; δύο ἄνδρες ἀντιτείνοντες pulling one against the other, Hp.Fract.15. 2 of countries and places, lie over against, τινι Plu.Them.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτείνω: μέλλ. -τενῶ (Πλάτ. Πολ. 604Α): - τείνω, τεντώνω πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος, εἰς τοὔπισθεν τὰ σπαρτία Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 5· τὰς ἡνίας Πλούτ. 2. 13D. 2) ἐκτείνω ἢ προσφέρω ἐν τῷ μέρει, ἀντιπληρώνω, τι ἀντί τινος Εὐρ. Μήδ. 891. ΙΙ. ἀντενεργῶ, ἀνθίσταμαι, ἐπιβουλίᾳ Πινδ. Ν. 4. 60· τινὶ Ἡρόδ. 7. 161, Πλάτ., κτλ.· ἀντ. παντὶ λόγῳ Πλάτ. Φαίδων 91C· πρός τι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2: - ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 219, Σοφ. Ἀντ. 714, κτλ.· οὐκ ἀντέτεινον, ἀλλ’ εἶκον Ἡρόδ. 8. 3· ὑπείκει καὶ οὐκ ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 727D· δύο ἄνδρες ὁ μὲν ἔνθεν ὁ δὲ ἔνθεν ἀντιτείνοντες Ἱπποκρ. 762Ε, πρβλ. ἀντίτασις. 2) ἐπὶ χωρῶν καὶ τόπων, κεῖμαι ἀπέναντι, τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 8.
French (Bailly abrégé)
I. tr. tendre en sens contraire ; offrir en retour ; fig. opposer ; p. ext. tirer fortement en arrière;
II. intr. 1 se raidir ou faire effort contre, résister à, τινι;
2 s’étendre en face de, τινι en parl. d’un pays.
Étymologie: ἀντί, τείνω.
English (Slater)
ἀντῐτείνω
1 strive against c. dat. ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.37)
Spanish (DGE)
I 1tirar hacia atrás de c. ac. τὸν μηρὸν Hp.Fract.37, εἰς τοὔπισθεν τὰ σπαρτία Arist.Pr.888a20, τὰς ἡνίας Plu.2.13d
•fig. resistir τὴν κατὰ φύσιν ἀγωγήν Arist.Pr.888a18.
2 oponerse a, resistir a c. dat. ἐπιβουλίαις Pi.N.4.37, τούτοισι Hdt.1.161, ἀλλήλοις Pl.R.547b, σοί Pl.Tht.162a, cf. Def.415d, E.HF 283
•c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Pl.Phdr.256a, πρὸς πάντα Arist.EN 1126b15
•c. ac. int. πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτεῖνον Pl.Lg.781c
•abs. οἱ δὲ ἀντέτεινον Hdt.7.219, ὑπείκει καὶ οὐκ ἀντιτείνει Pl.Lg.727d, οὐκ ἀντέτεινον ἀλλ' εἶκον Hdt.8.3, δύο ἄνδρες ... ἀντιτείνοντες Hp.Fract.15, cf. S.Ant.714, Pl.Ep.330b, Phdr.254c, Phd.108b
•c. dat. instrum. ὁ μὴ ἀντιτείνων τοῖς λόγοις σοφώτερος el que no se opone con palabras es más sabio E.Fr.654, παντὶ λόγῳ ἀντιτείνετε oponéos con todo tipo de razonamiento Pl.Phd.91c.
II ofrecer a cambio νήπι' ἀντὶ νηπίων E.Med.891.
Greek Monolingual
(Α ἀντιτείνω)
προβάλλω αντίρρηση, αντιλέγω
αρχ.
1. τεντώνω, τραβώ προς τα πίσω
2. προσφέρω, προβάλλω και εγώ
3. αντενεργώ, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι
4. (για τόπους) κείμαι απέναντι.