γαίω
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
impf.
A γαίεσκον Hsch.:—rejoice, exult, Hom. only in Il., in phrase, κύδεϊ γαίων Il.1.405, 5.906, 8.51; [Σφαῖρος] μονίῃ γαίων Emp. 27.4. (γάϝ-yω, v. γάνυμαι.)
German (Pape)
[Seite 470] (γαF, vgl. gaudeo, gavisus sum, γαῦρος, ἀγαυρός, γαυριάω, γηθέω, γάνυμαι), stolz sein auf etwas, sich dessen freuen; Hom. viermal, καθέζετο κύδεϊ γαίων Versende, Iliad. 8, 51 vom Zeus, αὐτὸς δ' ἐν κορυφῇσι καθέζετο κύδεϊ γαίων, älteste Stelle; 11, 81 vom Zeus, τῶν ἄλλων ἀπάνευθε καθέζετο κύδεϊ γαίων, der Vers ist mit seiner Umgebung interpolirt, s. Scholl. Aristonic. und Didym. 11, 78 u. vgl. Lachmann Betrachtungen über die Ilias S. 37; Iliad. 1, 405 vom Briareos, ὅς ῥα παρὰ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων, in der zweiten Fortsetzung des ersten Lachmannschen Liedes; 5, 906 vom Ares, πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων, unächter Vers, entlehnt aus 1, 405, s. Scholl. Aristonic. 1, 405 u. 5, 906. Die Aristarchische Metalepsis des Wortes ist γαυριῶν, s. Scholl. Aristonic. 5, 906, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 53, 29. – Vgl. Empedocl. 24.
Greek (Liddell-Scott)
γαίω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, Διός, Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, ἀγαυρός, γαῦρος, Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. ὡσαύτως γηθέω, γάνυμαι).
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. dans la locut. κύδεϊ γαίων IL fier de sa force toute-puissante.
Étymologie: R. ΓαϜ, se réjouir.
English (Autenrieth)
only part., κύδεϊ γαίων, exulting in his glory. (Il.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. γαίεσκον Hsch.]
complacerse, estar orgulloso de c. dat., en Hom. sólo en Il. en la expresión κύδεϊ γαίων complaciéndose en su fuerza ref. a Briareo Il.1.405, a Ares Il.5.906, a Zeus Il.8.51, ref. al Dios crist., Synes.Hymn.9.56, μονίῃ ... γαίων que se complace en la soledad ref. a Esfero, Emp.B 27.4, cf. prob. en SEG 38.1001 (Oplóntide I d.C.), Apio ad Hom.6, Hdn.Gr.2.427, Hsch.
• Etimología: De γαϝίω de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ en grado ø, que en grado pleno ha dado γηθέω q.u. tb. rel. lat. gaudeo.
Greek Monolingual
γαίω (Α)
καμαρώνω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γaFiω < (ινδοευρ.) gαu «χαίρομαι, καυχώμαι» (πρβλ. γάνυμαι, γηθέω). Στην Ιλιάδα μαρτυρείται μόνο η μετοχή γαίων
μαρτυρείται επίσης ένας τ. γαίεσκον «έχαιρον» (Ησύχ.)].