βελτίων

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελτίων Medium diacritics: βελτίων Low diacritics: βελτίων Capitals: ΒΕΛΤΙΩΝ
Transliteration A: beltíōn Transliteration B: beltiōn Transliteration C: veltion Beta Code: belti/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, Comp. of ἀγαθός,

   A better (not in Hom.), βέλτιόν [ἐστι] it is fitting, conuenient, Arist.Pol.1264b28; μανθάνειν βελτίονα [S.]Fr. 1120.5; ἐπὶ τὸ β. χωρεῖν improve, advance, Th.7.50; ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Din.1.65; ἄγειν ib.29; τὰ βελτίω προσδοκᾶν ἀεί Apollod.Com.9. Adv. βελτιόνως, ἔχειν Hp.Mul.1.2, cf. Pl.R.484a. [ῑ Att., but βέλτῐον Mimn.2.10.]

German (Pape)

[Seite 442] ον, compar. zu ἀγαθός, trefflicher, besser, sowohl auf das moralisch Gute, die Tugend, als auf den Nutzen bezogen, zuträglicher; überall bei den Attikern. – Adv. βέλτιον, seltener βελτιόνως. – Bei Hom. Odyss. 17, 18 πτωχῷ βέλτιόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ' ἀγροὺς δαῖτα πτωχεύειν, v. l. βέλτερόν ἐστι.

Greek (Liddell-Scott)

βελτίων: -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ ἀγαθός, οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (διότι ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], εἶναι ὀρθόν, πρέπον, συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· οὕτως, ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., ἀλλά βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10].

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
Cp. de ἀγαθός : meilleur ; neutre adv. • βέλτιον, mieux ; βέλτιόν (ἐστι) avec l’inf. il est préférable de, il vaut mieux ; abs. cela est préférable.
Étymologie: βέλτιστος et βέλτερος.

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος

• Alolema(s): tb. βελτιώτερος Telesill.6 (cj.), Sch.Er.Il.2.248, Cat.Cod.Astr.5 (3).99

• Prosodia: [-ῑ-, pero -ῐ- Mimn.2.10, Eup.336]

• Morfología: [decl. sobre *-i̯os-: ac. sg. y neutr. plu. βελτίω Isoc.12.165, Eup.336, E.Hel.1637; nom. plu. masc. y fem. βελτίους Pl.R.391d]
compar. de ἀγαθός
I de pers.
1 más excelente desde el punto de vista de la excelencia guerrera ἥρωες ἀνθρώπων οὐδὲν βελτίους Pl.R.391d, τοὺς ἑπομένους βελτίονας ἔχειν X.Cyr.1.6.26, cf. An.3.2.23, οἱ μὲν (στρατηγοί) βελτίονες, οἱ δὲ χείρονες X.Oec.20.6, cf. Plb.36.15.1
desde el punto de vista de la nobleza β. ... καὶ ἐκ βελτιόνων Pl.Grg.512d, cf. X.Ath.3.10
subst. αἱ βελτιώτεραι las más ilustres Telesill.l.c.
2 ético mejor op. κρείττων Pl.Grg.484c, e
gener. βελτίους γεγόνασιν ἄνδρες Pl.Sph.247c, Prt.316c, X.Mem.4.8.6, 2.9, An.7.6.38, εἰ δεινὸν ἡγήσαιο τοὺς χείρους τῶν βελτιόνων ἄρχειν Isoc.2.14, cf. D.3.34.
II de cosas y abstr.
1 de mejor calidad, mejor ὑποδήματα X.Oec.13.10, βρῶμα Plb.12.2.6
desde el punto de vista material y práctico ὅσον γένοιτ' ἂν αὐτῇ βελτίω τὰ πράγματα Eup.336, βίον ζητεῖν β. τοῦ παρόντος Isoc.12.165, cf. 8.23, βέλτιον ποιῆσαι mejorar X.Mem.3.3.2
más útil o efectivo ἄλλος τρόπος βοηθείας β. ἂν εἴη Aen.Tact.16.1
mejor, más favorable de astros Cat.Cod.Astr.l.c.
subst. lo que es mejor τί καλεῖς τὸ ἐν τῷ κιθαρίζειν βέλτιον; Pl.Alc.1.108b
esp. en la fórmula ἐπὶ τὸ βέλτιον para mejorar, a mejor χωρεῖν Th.7.50, cf. Din.1.29, 65, X.Oec.3.10, PTeb.27.80 (II a.C.), Plb.18.22.5, 1Ep.Clem.19.1
como ac. conten. casi adverb., c. verb. que significan ‘pensar’, ‘decir’, etc. βέλτιον φρονεῖν E.IA 1011, μανθάνειν βελτίονα Trag.Adesp.515a.5, ἤν γε βελτίω λέγω E.Hel.1637, τῶν ἐν τῷ βιβλίῳ βελτίω ... εἰπεῖν Pl.Phdr.235d, βελτίονα ἡμῶν αἱρήσεσθε Pl.Prt.338c, τὰ βελτίω δὲ προσδοκᾶν ἀεί Apollod.Com.9, cf. Plu.2.115e
considerado totalmente como un adv. σκοπῶμεν δὲ βέλτιον Pl.R.339d, cf. X.Hier.1.1, Mem.3.3.6.
2 predic. βέλτιον (ἐστι) es preferible, mejor αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος entonces es mejor el morir que la vida Mimn.l.c., cf. Pl.Grg.467b, Phd.115a, Arist.Pol.1264b28, POxy.1148.2 (I d.C.), Aesop.143.3, 190.3, 2Ep.Clem.6.6.
III adv. -όνως mejor ἔχειν Hp.Mul.1.2, cf. Pl.R.484a.

• Etimología: Algunos reconstruyen *βελῑων como ai. balīyān reconvertido en βελτίων por un falso corte de βέλτερος q.u.

English (Thayer)

βέλτιον, genitive βελτιονος, better; neuter adverbially in Winer s Grammar, 242 (227); Buttmann, 27 (24). Sophocles, Thucydides, others).