ἀνεπίξεστος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίξεστος Medium diacritics: ἀνεπίξεστος Low diacritics: ανεπίξεστος Capitals: ΑΝΕΠΙΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anepíxestos Transliteration B: anepixestos Transliteration C: anepiksestos Beta Code: a)nepi/cestos

English (LSJ)

ον,

   A not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.

German (Pape)

[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: ἀ, ἐπιξέω.

Spanish (DGE)

-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.

Greek Monolingual

ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].